|

Οι
εκδόσεις μας > Μελέτες και Δοκίμια
Τίτλος
βιβλίου |
Πήτερ Γκαίυ,
Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
(Γερμανία 1919-1933)
Ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος έληξε στα τέλη του 1918
με την ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Ο αυτοκράτορας (κάιζερ) διώχθηκε
και η Γερμανία απέκτησε καθεστώς αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», όπως ονομάστηκε, έζησε μέχρι το 1933,
που την δολοφόνησε ο ναζισμός.
Κατά τα χρόνια 1919-1933, παρά τις κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές,
είχαμε στη Γερμανία μια τεράστια πνευματική άνθηση:
λογοτεχνία, θέατρο, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, κινηματογράφος
πειραματίστηκαν δημιουργικά και έδωσαν έργα αξεπέραστα.
Αρκεί ν' αναφέρουμε τους ποιητές Ράινερ Μαρία Ρίλκε και Στέφαν Γκεόργκε,
πεζογραφήματα όπως «Η όπερα της πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ,
το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του ¶λφρεντ Νταίμπλιν,
«Το μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν,
αλλά και το Μπάουχαους,
το Ινστιτούτο Βάρμπουργκ και το Ινστιτούτο της Φραγκφούρτης,
τις ρηξικέλευθες θεατρικές παραστάσεις,
την «εκφυλισμένη» (κατά τον Χίτλερ) ζωγραφική
και τον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο:
όλ' αυτά γεννήθηκαν κατά τα χρόνια του οικονομικού χάους
και των σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων
που κατέληξαν στην επικράτηση του ναζισμού.
Το βιβλίο συμπληρώνουν δύο παραρτήματα:
στο πρώτο εκτίθενται συνοπτικά οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις
κατά τα σημαδειακά αυτά χρόνια
και στο δεύτερο παρουσιάζονται χαρακτηριστικές εικόνες της περιόδου.
Ο Peter Gay γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1923.
Το 1939 έφυγε με την οικογένειά του από τη Γερμανία του Χίτλερ
και κατέφυγε στις Η.Π.Α. το 1941.
Έκτοτε, δίδαξε ιστορία σε μεγάλα αμερικάνικα πανεπιστήμια
(Columbia και Yale μεταξύ άλλων)
και έγραψε πολλά σπουδαία βιβλία για τον Διαφωτισμό, τον Φρόυντ κ.ά.
Το βιβλίο του για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης πρωτοεκδόθηκε το 1968
και θεωρείται αριστουργηματική ανάλυση της πολυτάραχης αυτής περιόδου.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έζησε 15 όλα κι όλα χρόνια: από τις 9 Νοεμβρίου 1918, όταν η γερμανική αυτοκρατορία παρέδωσε το πνεύμα ύστερα από 4 χρόνια εξοντωτικού πολέμου, μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα κατέκτησαν την εξουσία, για να αιματοκυλήσουν σε λιγότερο από μία δεκαετία ολόκληρη την Ευρώπη. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ένα μεγάλο δημοκρατικό πείραμα, που συνδύασε τις διαρκείς πολιτικές εξεγέρσεις με τις μεγάλες και άκρως οδυνηρές οικονομικές αποτυχίες, βαλλόμενο τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ταυτίστηκε παράλληλα με μια πρωτοφανή άνθηση στον χώρο της τέχνης: από το θέατρο, την πεζογραφία και την ποίηση μέχρι τη μουσική, τον χορό και την αρχιτεκτονική. Το έργο του Πήτερ Γκαίυ Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν είναι καινούριο: δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1968 κι εκπροσωπεί μία από τις πρώτες έρευνες που εξέτασαν την καλλιτεχνική έκρηξη του γερμανικού Μεσοπολέμου αυτοδύναμα, χωρίς, με άλλα λόγια, να την αναγάγουν μηχανικά στις πολιτικές αντιθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής της, αλλά και δίχως, από την άλλη μεριά, να παραμερίσουν ή να αγνοήσουν το πολιτικό της υπόβαθρο και τον κοινωνικό της ορίζοντα. Από το 1968 μέχρι σήμερα έχει, βέβαια, κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά η δουλειά του Γκαίυ δεν έχει χάσει ούτε κατ' ελάχιστον τη σημασία της. Παρατηρεί προσφυώς ο ερευνητής στον πρόλογο που έγραψε για την επανέκδοση του 2001: «Υποστηρίζω και σήμερα το κεντρικό μου επιχείρημα, που το αναφέρω στον υπότιτλο και το αναδεικνύω σ' όλο το βιβλίο: στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οι απ' έξω -δημοκράτες, εβραίοι, πρωτοποριακοί καλλιτέχνες και τα τοιαύτα- έγιναν οι από μέσα: οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις σε μουσεία, ορχήστρες, θέατρα, ιδιωτικά κέντρα ερευνών». Το πολιτικοκοινωνικό περιθώριο, λοιπόν, της υπό κατάρρευση γερμανικής αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει ήδη κατά τη διάρκεια της κρίσης της να κινείται ανοδικά, έγινε κυρίαρχο στην περίοδο της δημοκρατίας, αποδεσμεύοντας το σύνολο των δημιουργικών του δυνάμεων: από τον μοντερνισμό και τον εξπρεσιονισμό μέχρι τη μυθιστορηματική παραγωγή του Τόμας Μαν. Η ελληνική έκδοση, η οποία υποστηρίζεται από την πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Τομανά, συνοδεύεται από μια σειρά εξαιρετικά εύγλωττων φωτογραφιών, ενώ ο συγγραφέας παραθέτει ένα σύντομο αλλά ιδιαίτερα πυκνό πολιτικό και ιστορικό χρονικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που βοηθάει τον αναγνώστη να τοποθετήσει στο κατάλληλο πλαίσιο πρόσωπα, τάσεις και γεγονότα.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 11.6.2010
978-960-8263-87-1
|

|
ΜΑΡΚ ΡΟΘΚΟ,
Κείμενα για την τέχνη (1934-1969)
Ο αμερικανός ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο γεννήθηκε το 1903
στο Daugavpils (Dvinsk) της ανατολικής Λετονίας.
Μετανάστευσε το 1913 στις Η.Π.Α.
Εκεί αφοσιώθηκε εν τέλει στη ζωγραφική,
έκανε εκθέσεις των έργων του
και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς ζωγράφους
του 20ού αιώνα.
Αυτοκτόνησε στη Νέα Υόρκη το 1970.
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο
και γράφηκαν από το 1934 έως το 1969,
είναι γράμματα σε φίλους ζωγράφους
(Barnett Newman, Robert Motherwell, Adolph Gottlieb και άλλους),
εντυπώσεις από ταξίδια στην Ευρώπη (Παρίσι, Λονδίνο, νότια Ιταλία.
γράφει χαρακτηριστικά από την Ποσειδωνία της νότιας Ιταλίας:
«ανέκαθεν ζωγράφιζα αρχαιο-ελληνικούς ναούς χωρίς να το ξέρω»),
περιγραφή καλοκαιριών που πέρασε με την οικογένειά του
σε πανεπιστημιουπόλεις των Η.Π.Α. στις οποίες δίδασκε,
τετράδια σημειώσεων στα οποία μιλά για την τέχνη των παιδιών
και για τη σημασία του σουρεαλισμού, του Πικάσο ή του Μιρό,
πικρόχολα σχόλια για τη βασιλεία των εμπόρων έργων τέχνης
και των τεχνοκριτικών,
μανιφέστα και απαντήσεις σε εφόρους μουσείων και τεχνοκρίτες.
Βρίσκονταν σε μουσεία των Η.Π.Α. ή στην κατοχή των παιδιών του
και δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Παρουσίαση, επιμέλεια, σημειώσεις και χρονολόγιο: Miguel Lopez-Remiro
Τα κείμενα του σπουδαίου ζωγράφου ρίχνουν φως στη προσωπικότητα και στην ουσία της τέχνης του. - «Εμμένω στην υλική πραγματικότητα του κόσμου και στην ουσία των πραγμάτων. Απλώς διευρύνω την έκταση αυτής της πραγματικότητας επεκτείνοντας σ' αυτήν ιδιότητες που σχετίζονται με τις εμπειρίες στο πιο οικείο περιβάλλον μας». Αυτό δήλωσε στα 1945 ο Μαρκ Ρόθκο, που αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς ζωγράφους του 20ού αιώνα. Λίγο καιρό αργότερα, πραγματοποιώντας μια δεύτερη στροφή στην καριέρα του, εγκατέλειψε οριστικά τα σουρεαλιστικά θέματα, με τον σπαραγμό που κάποιος εγκαταλείπει τη μητέρα και τον πατέρα του, για να προχωρήσει στη δημιουργία των συγκλονιστικών «πολυμορφικών» έργων του με τα οποία άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην πορεία της δυτικής τέχνης. - Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1930 ο Ρόθκο άλλαξε το στιλ του από παραστατικό σε σουρεαλιστικό και σταμάτησε να ζωγραφίζει την ανθρώπινη μορφή. Θεωρούσε πως δεν κάλυπτε τις ανάγκες του και επιπλέον είχε την άποψη πως όποιος την χρησιμοποιούσε δεν έκανε τίποτε άλλο από το να την ακρωτηριάζει. Έτσι, αναγκάστηκε να βρει άλλους τρόπους έκφρασης μέσω των οποίων απέρριψε τη δεξιοτεχνία. Όπως εξ άλλου διακήρυττε, η τέχνη δεν είναι κατασκευή. (.) - Μια από πιο σημαντικές συνεισφορές του Ρόθκο στη τέχνη ήταν η επιθυμία του να δημιουργήσει ένα φανταστικό χώρο τον οποίο μπορούσαν να μοιραστούν ο καλλιτέχνης και το κοινό. «Θέλω να σας ξαναβάλω μέσα» είχε τονίσει σε συνέντευξη του στον Ουίλιαμ Σάιτζ το 1952. Η επιθυμία αυτή, το ευρύτερο όραμά του για τη τέχνη, ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να αποδοθούν στο καμβά όχι τα αντικείμενα αλλά οι ιδέες και ζητήματα που αφορούσαν τη διδασκαλία της τέχνης ήταν βασικά θέματα με τα οποία ο Ρόθκο ασχολήθηκε στα γραπτά του. Ο Μιγκέλ Λοπέζ Ρεμίρο συγκέντρωσε σ' ένα τόμο εκατό από τα κείμενα που έγραψε μεταξύ του 1934 και του 1969 και τα οποία δείχνουν με σαφήνεια την εξέλιξη της αισθητικής του σκέψης. Επιστολές, θεωρητικά κείμενα, μανιφέστα, δηλώσεις, αποσπάσματα συνεντεύξεων, σύντομα σημειώματα αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο ο σπουδαίος ζωγράφος κατανοούσε τον κόσμο αλλά και την αγωνία του ώστε μετατρέψει την υλική διάσταση της πραγματικότητας σε ζωγραφική. - Η ανθολόγηση είναι υποδειγματική. Κάθε κείμενο, ακόμη και εκείνα με το αυστηρά τεχνικό περιεχόμενο, κάθε σημείωμα, ακόμη και τα πιο σύντομα, είναι αποκαλυπτικά για το ψυχισμό ενός περίπλοκου ανθρώπου που αναζήτησε την ουσία της τέχνης χωρίς να λάβει μέρος στο πάρτι μιας εποχής αφθονίας. Μάλιστα στην εξομολόγηση ενός φίλου του Ρόθκο αποκαλύπτεται η αμφιθυμία του για τη μεγαλύτερη παραγγελία της ζωής του, να «ντύσει» με έργα του τους τοίχους του εστιατορίου Four Seasons στο κτήριο Σήγκραμ. - Τα κείμενα του τόμου αποκαλύπτουν όλες τις διαστάσεις της αγωνίας του για τη τέχνη και μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το όραμά του. Γι' αυτό και δεν μας συστήνουν απλώς τον Ρόθκο. Αντίθετα, μας στρώνουν τον δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στη καρδιά του συνταρακτικού του κόσμου. -
Εύη Καρκίτη, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ, 18.4.2010
978-960-8263-67-3
|

|
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΛΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ,
Οι αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής
Ακόμη και σήμερα, ζωή και τέχνη μοιράζονται κάποιο μεγαλείο, αραιά και πού. Κατά πως φαίνεται, το έχουμε ανάγκη. Συχνότερα αλληλοδανείζονται μιζέρια, μετριότητα, οδύνη, αλλά και την εκατέρωθεν αδιαφορία, κι ακόμη πιο πολύ την περιφρόνηση.
Συγκοινωνούντα δοχεία ή, αντιθέτως, απομονωμένα νεφελώματα, παθητικοί εραστές ή θανάσιμοι εχθροί, ανακαλύπτουν τη διαλεκτική της σύνθεσης και της ανάλυσης, και μολοντούτο παρασύρονται από την έλξη του Μηδενός που, αν κοιταχτεί απ' το πλάι γίνεται γραμμή, ενώ η περιδίνησή του το καμπυλώνει σε ένα πλαγιασμένο οχτώ.
Μηδέν και άπειρο, το ένα μολύνει το άλλο. Συνθέτουν ένα ερωτηματικό Εν-Τίποτα που αδυνατεί να εποπτεύσει τον εαυτό του. Εμείς, τα κατ' εικόνα και ομοίωση σπαράγματά του, περιέχουμε τις αρχές και τα συστατικά του, αν και όχι πάντα στο ποσοστό που μας αναλογεί, και πλανιόμαστε εδώ κι εκεί.
Παρ' ότι η εικόνα αυτή πιθανόν να προκαλεί την αποδοκιμασία ενός κάποιου θεολόγου ή κοσμολόγου της ρουτίνας, δεν παύει να παραμένει σφηνωμένη στην καρδιά του σύμπαντος, το οποίο αναλαμβάνουν κι εκείνοι να μελετήσουν όπως κι όσο δύνανται. Όταν προσυπέγραφαν το συμβόλαιο, γνώριζαν, και ο ένας και ο άλλος, πως η τέχνη δεν αναφερόταν στα περιεχόμενά του. Το άγραφο πνεύμα όμως του συμβολαίου -στο οποίο εκείνοι δεν είχαν πρόσβαση- ήταν μια ανυπέρβλητη καλλιτεχνική σύλληψη.
Ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος είναι ένας από τους πλέον αξιόλογους ζωγράφους που έχω γνωρίσει, όχι μόνο στα ελληνικά πλαίσια αλλά και διεθνώς. Κι έχω δει πάρα πολλή ζωγραφική σε πολλές ηπείρους, έχω γνωρίσει προσωπικά πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες απ' όλες τις τέχνες. Θα έλεγα πως η κατοχή από μέρους του της μαεστρίας στη διαμόρφωση ενός έργου τέχνης είναι μοναδική.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,
Μουσικολόγος, αρχιτέκτων, πολεοδόμος
Η τέχνη είναι πριν απ' όλα αποκάλυψη ενός άλλου κόσμου, που βέβαια τον δημιουργεί ο καλλιτέχνης, μα που παράλληλα δημιουργεί και τον ίδιο. Από τη στιγμή που θα κατορθώσει να τον προβάλει μέσα από το έργο του, όπως έχει μοναδικά επιτύχει ο Α. Κ., ο κόσμος αυτός ξετυλίγεται μπροστά μας και μας καλεί να συμμετάσχουμε στο μυστικό του νόημα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΕΛΟΣ,
Ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ.,
Αντεπιστέλλον μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας
Ο Α. Κ. μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της μεταπολεμικής μας τέχνης. Κατόρθωσε να φτάσει από πολύ νωρίς σε μια έκφραση που διακρίνεται για τον πλούτο, την εσωτερική της αλήθεια και τον κοσμογονικό της χαρακτήρα. Ο καλλιτέχνης προχώρησε προς το συνολικό έργο συνδυάζοντας τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, τον γραπτό λόγο, σε ένα λειτουργικό όλο. Ο θεατής περιδιαβαίνει το έργο του πλημμυρισμένος αισθήσεις, αγγίζοντας το νόημα των πραγμάτων.
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ,
Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Ακαδημαϊκός
Είναι ένας βαθύτατα λυρικός ζωγράφος με έργα όπου το χρώμα παίζει τον κύριο ρόλο και αναλύεται σε τόνους και ημιτόνια σαν να πρόκειται για μουσικές συνθέσεις.
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Α.Π.Θ.,
Διευθυντής Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Η Διοτίμα, η άγνωστη γνωστή και αινιγματική πλατωνική μορφή, γνωρίζει και διδάσκει όσα δεν μπορεί να διδάξει καμιά λογική, ούτε και η σωκρατική. Αυτό κάνει και ο Κιλεσσόπουλος, όχι με τη Διοτίμα του Σωκράτη αλλά με τη δική του. Ωστόσο η Διοτίμα παραμένει η ίδια. Διότι οι αναβαθμοί στη μύηση της μουσικής δεν κατακτώνται με την ανθρώπινη λογική. . Θα έλεγα πως ο Κιλεσσόπουλος με βοήθησε να καταλάβω τη μαγεία κάθε Διοτίμας, από την πλατωνική ώς του Σέλλεϋ και του Ελύτη και ώς τη δική του. Κατάλαβα ότι οι αληθινοί ποιητές μας ζωγραφίζουν με λέξεις τη μουσική ενέργεια της ψυχής τους.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ
Μπορεί «τα πουλιά, οι φάλαινες, το αηδόνι, το ρυάκι, ο άνεμος» να μην κελαηδάνε από μόνα τους, αλλά όταν ακούνε τη γλώσσα σας να τραγουδάει, εκείνα, όλα μαζί εν πλοκή, γράφουν εξαίσιες σελίδες που ούτε «ο έρωτας ακούγοντας μουσική» δεν θα μπορούσε να τις γράψει.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Σας ευχαριστώ εγκάρδια για τη Διοτίμα σας. Ορισμένα σημεία μού μίλησαν ιδιαίτερα. Σας εύχομαι να συνεχίσετε απτόητα - και πάντα ερωτηματικά.
ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ
Εκτιμώ τη ζωγραφική σας αλλά και κάθε άλλο «κείμενο» που προέρχεται από τα χέρια σας και την ψυχή σας. Είμαι σίγουρος ότι «Η δική μου Διοτίμα» πολλές φορές θα με συντροφεύει χαρίζοντάς μου τις ποιότητες που σας χαρακτηρίζουν. Να δημιουργείτε! Τα καθαρά -και υπεύθυνα- πρόσωπα μας λείπουν από το προσκήνιο.
ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
Η σκέψη του Απόστολου Κιλεσσόπουλου, τον οποίον ακόμη, μετά από τόσα χρόνια, αποκαλώ προς μεγάλη του απελπισία κύριο Απόστολο, υπήρξε για μένα ένας φάρος που με προσανατόλιζε και με αποπροσανατόλιζε ταυτόχρονα κατά την προπαρασκευαστική μου περίοδο. Οι συζητήσεις μας ήταν πολύτιμες, καθώς είχε τη δύναμη να μιλάει για μια τέχνη που δεν ήταν, όπως την αποκαλεί στο βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, "διατροφικό συμπλήρωμα", αλλά "απόλυτη ανάγκη", μία διαρκής πηγή ερωτημάτων που ξεκινούσαν από την υλικότητα της καλλιτεχνικής εργασίας και προεκτείνονταν ώς το σύμπαν. Προς το τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας αναρωτιέται: "δεν παραμένει [η τέχνη] ερωτηματική στη βάση της δομής της;" (σ. 187). Έχει προλάβει, προηγουμένως, να μας προϊδεάσει για την αποστροφή του στην αποφατική εκδοχή της: "η τέχνη μου δεν είναι καταγγελτική, είναι εξαγγελτική" (σ. 133). Η τέχνη ως διατροφικό συμπλήρωμα ή, για να χρησιμοποιήσω μια ανάλογη έκφραση του Μπρεχτ, η "γαστριμαργική τέχνη", καταλάβαινα ήδη πως ήταν ο μεγάλος εχθρός. (.) Η πιο ενδιαφέρουσα συμβολή, στο επίπεδο αυτό, είναι η κατάργηση της ιεράρχησης των λόγων, η υπονόμευση της φωνής του συγγραφέα: μικροαστικά στερεότυπα συνυπάρχουν, ακούγονται από την ίδια φωνή που εξακοντίζει ριζοσπαστικούς στοχασμούς για την τέχνη. Η βεβαιότητα της ενότητας του προσώπου τού, φαινομενικά αυτοβιογραφούμενου, συγγραφέα, χάνεται και αντικαθίσταται από τη διαρκή διερώτηση του αναγνώστη ως προς την πηγή, τον πομπό των λόγων. Το ερώτημα "ποιος μιλάει;" μεταμορφώνεται από συγγραφική αδυναμία σε στέρεη συγγραφική τεχνική με οντολογικές προεκτάσεις, καθώς όλα τα πρόσωπα μεταμορφώνονται διαρκώς, σε παιχνίδια ταυτότητας και ετερότητας που αποπροσανατολίζουν τεχνηέντως τον αναγνώστη από την ανάγκη να ταυτίσει λόγους και χαρακτήρες, καθώς όλοι είναι όλοι, και είναι ο συγγραφέας που είναι όλοι. Έτσι, ο Κιλεσσόπουλος βρίσκεται κοντά στα αιτήματα και τις τεχνικές του μοντερνιστικού μυθιστορήματος, με τη διαφορά ότι η δική του αφήγηση δεν είναι στρυφνή και δυσπρόσιτη. (.) Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, βεβαίως, του βιβλίου είναι το ψηφιδωτό παραθεμάτων που συγκροτεί μεγάλο μέρος του έργου. Η έννοια της συγγραφής ανακτά εδώ την ετυμολογική της σημασία. Οι ψηφίδες ξένων λόγων μας θυμίζουν πως και οι αναμνήσεις μας κι εμείς οι ίδιοι είμαστε εν μέρει δημιουργήματα των βιβλίων που διαβάσαμε, της τέχνης στην οποία εκτεθήκαμε. Τα εκτενή παραθέματα του Κιλεσσόπουλου αποδίδουν στη δοκιμιακή του μυθιστορία την πλήρη ουσία τόσο του δοκιμίου, όσο και του μυθιστορήματος. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό: 'Δεν παρασιωπώ πως οι σχοινοτενείς διάλογοί μου με τον Όμηρο, τον Μπαχ, τον Ρέμπραντ, τον Πλάτωνα, τον Μπετόβεν, τον Ελ Γκρέκο, τον Παπαδιαμάντη, τον Στραβίνσκι, τον Ηράκλειτο, τον Ντεμπυσσύ, τον Μπρακ, και με αρκετούς άλλους, είναι κατ' ουσίαν νεκρικοί διάλογοι. Ως γνωστόν, δεν αρκούμαι να συνομιλώ αποκλειστικά με τα έργα τους αλλά με αυτούς τους ίδιους'. (σ. 119) - Αν το δοκίμιο λοιπόν είναι ένας διάλογος με την κατατεθειμένη γνώση κατά την περιπέτεια του στοχασμού, τότε σίγουρα ο Κιλεσσόπουλος γράφει δοκίμιο. Και ποιος καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς το μυθιστόρημα από τη φράση "νεκρικοί διάλογοι"; "Το αίτημα, λέει, είναι να δημιουργήσω γεγονότα, που σημαίνει ότι ο λόγος μου είναι εκείνος που οφείλει να έχει την ισχύ γεγονότος" (σ. 117). Υπερβαίνει έτσι όχι μόνο τους ειδολογικούς περιορισμούς (που εξακολουθούν, ωστόσο, να τον απασχολούν: δεν είναι από αυτούς που τους απορρίπτουν συλλήβδην), αλλά και οποιαδήποτε υποχρέωση υπαγωγής στο πραγματικό, έστω κι αν παίζει με τις συμβάσεις της αυτοβιογραφίας. (.) - Ολόκληρο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως το κλάσμα του χρόνου πριν την πράξη της γραφής (η οποία ανοιχτά ταυτίζεται από τον Κιλεσσόπουλο με την αντίστοιχη αναμονή στην άλλη μορφή γραφής που επαγγέλλεται, τη ζωγραφική): Λέει στον αφανή συνομιλητή του: "Ξέρεις, άλλωστε, πώς ξεκίνησα το παρόν κείμενο, όπως ακριβώς κάνω με το ξεκίνημα μιας ζωγραφιάς: κάθομαι μπροστά στον άσπρο καμβά και χαζεύω." (σ. 112) Η τελευταία φράση θα μπορούσε να είναι και ένας εναλλακτικός τίτλος για το βιβλίο. Όπως στις στιγμές αυτές της αναμονής, όπου ο εγκέφαλος αφήνεται σε μια παθητική εγρήγορση πριν τη δράση, σε ολόκληρο το βιβλίο έχουμε την εντύπωση πως ό,τι γράφεται εκεί θα αποκτήσει τη σημασία του όταν γίνει η κίνηση, όταν γραφτεί η πρώτη λέξη του επερχόμενου έργου, προσωρινή μορφή του οποίου είναι το κείμενο που διαβάζουμε. Είναι ένα εγχείρημα με τζοϋσικές προεκτάσεις, χωρίς φορμαλισμό και αφαίρεση (ο Κιλεσσόπουλος κρατάει τα στοιχεία αυτά αποκλειστικά για τη ζωγραφική του). Η εξομολόγηση που προϋποθέτει η αυτοβιογραφία περνάει από μία διαρκή διαδικασία μεταμορφώσεων, καθώς την παρατεταμένη αυτή στιγμή που προηγείται της δημιουργίας, τα πάντα είναι παρόν και σκέψη. (Αλέξανδρος Ευκλείδης, θεατρολόγος, Μάρτιος 2010)
Στο βιβλίο του Κιλεσσόπουλου, η μυθιστορία πραγματεύεται την τέχνη, τα
καθ' έκαστον παραπέμπουν στο καθόλου, σαν σπαράγματα ενός Σύμπαντος που, όπως ο ίδιος λέει, κυνηγούν τη χαμένη του ενότητα. Οι αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής είναι ένα παιχνίδι παραπλάνησης, μια παραχάραξη όπου τα πραγματικά πρόσωπα συμφύρονται και εναλλάσσονται με τα φανταστικά και όπου ο ένδον άλλος εξωτερικεύεται και προβάλλεται ως η άλλη, κάθε φορά, όψη του ίδιου του αφηγητή. Έτσι, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη ιστορική τους αφετηρία, μοιάζει να μην έχουν υλική υπόσταση, είναι κατά κάποιον τρόπο φασματικά και εμφανίζονται ως παραλλαγές ή ως αντανακλάσεις του. Πρόσωπα-καθρέφτες, εκφράζουν διαφορετικές αλήθειες και συμβάλλουν στην αυτογνωσία του αφηγητή καθώς τον βοηθούν να δει τα μάτια του μέσα από τα μάτια τους και να διαπιστώσει όλες τις αντιφάσεις του. (.) - Το κείμενο του Κιλεσσόπουλου εμφανίζεται συχνά ως ψηφιδωτό που αποτελείται από παραθέματα, παραφράσεις, παραλλαγές, που αποσπώνται από τα αρχικά τους συγκείμενα και ξαναζωντανεύουν σε μια νέα πραγματικότητα καταδική του, γεμάτη ταυτίσεις, αποκλίσεις και ηθελημένες ανακρίβειες. Διαλέγεται με ιδιοφυείς νεκρούς, άλλοτε με ρητές αναφορές, άλλοτε όχι. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για μια εκούσια διαδικασία, για μια σύγχρονη τεχνική, συναρτημένη με τη νεωτερικότητα, όπου κάποια κείμενα που αναγνωρίζονται ως Σύμπαντα αναγορεύονται σε λυδία λίθο του στοχασμού του. Ωστόσο, είναι φορές που η σκέψη του διασταυρώνεται ασυνείδητα με εκείνην άλλων δημιουργών με τους οποίους τον συνδέουν εκλεκτικές συγγένειες και συναφείς στάσεις απέναντι στη ζωή και την τέχνη. Πρόκειται για διακειμενικές διεργασίες που, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως επιδράσεις. «Μου πήρε την πρωτιά», λέει σε μια στιγμή ο αφηγητής, «και κάτσε τώρα να αποδείξεις του λόγου το αληθές». Στο βιβλίο η διακειμενικότητα αγγίζει πολλές περιοχές: τη φιλοσοφία, την ποίηση, τις πλαστικές τέχνες, τη μουσική. (.) - Τι είναι εκείνο που διαμορφώνει την ταυτότητα του καλλιτέχνη; Το βιβλίο απαντά στο ερώτημα προβάλλοντας την ασυνείδητη παρουσία, στο κάθε έργο, του προσωπικού του μύθου. Στην περίπτωση του Κιλεσσόπουλου, ο μύθος αυτός βυθίζεται στον χαμένο παράδεισο της παιδικής του ηλικίας. Η εσωστρέφεια του παιδιού που υπήρξε, σε συνδυασμό με το μορφοπλαστικό, κατά κάποιον τρόπο, παιδικό παιχνίδι των αγαλμάτων («λέω πως η ζωγραφική ήτανε πάντα μέσα μου»), καθορίζει τη μελλοντική αποστολή του στον κόσμο. Η ζωγραφική αναγορεύεται σε cogito: «όσο ζω θα ζωγραφίζω», δηλώνει, συγκρινόμενος με εκείνους που η ζωγραφική δεν δεσμεύει την ίδια τους την ύπαρξη: «ό, τι για μένα είναι θέμα αναπνοής, για τους άλλους μεταβάλλεται σε διασκέδαση, διασκορπισμό». - Γενικά ο Κιλεσσόπουλος προσεγγίζει την τέχνη ως αναγνώστης-ποιητής έτσι ώστε η κρίση να μην αποδομεί τη μέθεξη. Γι' αυτό και υποτιμά όλους εκείνους τους «ειδικούς» που, αντί να παίζουν τον ρόλο του συνενόχου, μπαίνουν, όπως λέει, «στο τέμενος με τα παπούτσια». Μήπως και ο Ελύτης δεν θεωρούσε μια κριτική «στα σκληρά εθισμένη» ασύμβατη με μια «ποίηση που χαράζεται στη ζωή τόσο προσεκτικά που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια»; - Συμπεραίνοντας, θα έλεγα ότι, με τις αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής, «εραστής», όπως δηλώνει, «των ελεύθερων πτήσεων και πτώσεων», ο Κιλεσσόπουλος, μας προσκαλεί σ' ένα μαγικό ταξίδι και μοιράζεται μαζί μας το δικό του όραμα του κόσμου. Μέσα στην ? εξ ορισμού ? αυθαίρετη δοκιμιακή του μυθιστορία καταφέρνει να αναπλάσει, με αμεσότητα αλλά κρυπτογραφικά και αξεχώριστα, τον κόσμο, την πεπερασμένη ζωή του και το απέραντο έργο του σε ένα ενιαίο σφαιρικό όλον, ζυμωμένο με ποίηση, φιλοσοφία και στοχασμό. Θα ήθελα να αφήσω σαν τελευταία εντύπωση την αυτονομία της πάντα πρωτοπόρας διάνοιάς του που, καθώς ο ίδιος ομολογεί, δεν του επιτρέπει να ταυτιστεί με καμιά από τις γοητευτικές και κάποτε «αιμάσσουσες» αντανακλάσεις του. (Αθανασία Τσατσάκου, Καθηγήτρια γαλλικής λογοτεχνίας Αντιπρύτανις Αριστ. Παν/ μίου Θεσ/ νίκης, Μάρτιος 2010).
978-960-8263-89-5
|

|
Ράσελ Τζάκομπυ,
Διαλεκτική της ήττας.
Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού
Με επίμετρο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση
(Το κολλάζ του εξωφύλλου είναι έργο της Έλενας Λάμπρου.)
Ο Ράσελ Τζάκομπυ (γεν. 1945) είναι καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο UCLA της Καλιφόρνιας.
Από τα βιβλία του ξεχωρίζουν:
Κοινωνική αμνησία
Το τέλος της ουτοπίας
Οι τελευταίοι διανοούμενοι
Ασαφής εικόνα. Ουτοπική σκέψη για μια αντι-ουτοπική εποχή
Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι επαναστάτες και καπιταλιστές θεωρούν κριτήριο αλήθειας την επιτυχία, και μας καλεί να επανεξετάσουμε τον ανορθόδοξο μαρξισμό της Δυτικής Ευρώπης που παραμερίστηκε επειδή απέτυχε.
Υποστηρίζει ότι η λατρεία της επιτυχίας και της επιστήμης αφαίρεσε από τον ορθόδοξο μαρξισμό την κριτική του ενόρμηση, η οποία όμως διασώθηκε στους
λεγόμενους ανορθόδοξους μαρξιστές: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Κορς, ¶ντον Πάνεκουκ, Χέρμαν Γκόρτερ, Αμεντέο Μπορντίγκα, Αντόνιο Γκράμσι, σχολή της Φραγκφούρτης. Οι επιτυχίες του ορθόδοξου μαρξισμού δεν επικυρώνουν την αλήθεια του, οι ήττες του Δυτικού μαρξισμού δεν αποδεικνύουν πως είναι λαθεμένος. Για μας σήμερα, οι ήττες κατά το παρελθόν ενδέχεται να είναι πιο γόνιμες από τις νίκες.
Το 1981, δηλαδή πριν την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ο Ράσελ Τζακόμπι, αμερικανός στοχαστής, καθηγητής στην Καλιφόρνια, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Dialectic of Defeat. Contours of Western Marxism, (Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του δυτικού μαρξισμού). - Στόχος του ήταν να αναδείξει τις αλήθειες που περιείχε ο λεγόμενος δυτικός μαρξισμός (και πιο συγκεκριμένα η συλλογιστική των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Κορς, Αντον Πάνεκουκ, Χέρμαν Γκότερ, Αμεντέο Μπορντίγκα, Αντόνιο Γκράμσι, οι στοχαστές της σχολής της Φραγκφούρτης,) ο οποίος σε σχέση με τον σοβιετικό μαρξισμό, «νικητή» και κυρίαρχο στην πράξη, ήταν ηττημένος και αποτυχημένος. Σ' ένα γενικότερο επίπεδο ο Τζακόμπι προσπάθησε να αποδείξει ότι σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει τόσο με τους επαναστάτες όσο και με τους καπιταλιστές, το κριτήριο της αλήθειας δεν πρέπει να είναι η επιτυχία. Το αντίθετο μάλιστα υποστήριζε ότι για μας σήμερα, οι ήττες κατά το παρελθόν ενδέχεται να είναι πιο γόνιμες από τις νίκες. - Μεταξύ άλλων λοιπόν και πέρα από τις συγκεκριμένες συμβολές των επί μέρους στοχαστών, ο Τζακόμπι εντοπίζει τη μεγάλη συνολική προσφορά του «ηττημένου» δυτικού μαρξισμού στην ανάδειξη από μέρους του, του μη υποδειγματικού, για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, χαρακτήρα της Ρώσικης Επανάστασης, ή διαφορετικά το γεγονός ότι η Ρώσικη Επανάσταση δεν θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο προς μίμηση και ότι στη Δύση η πορεία προς τον κομμουνισμό θα είναι διαφορετική. Κατά δεύτερο εντόπιζε την ανάδειξη από μέρους του δυτικού μαρξισμού μιας σειράς άλλων ζητημάτων πέραν των οικονομικών, και δη της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, που είχε την τάση να προβάλλει μονόπλευρα ο ορθόδοξος μαρξισμός, ταυτίζοντας το μαρξισμό με έναν υλισμό δίχως υποκείμενο, και υποβαθμίζοντας έτσι το ανθρωποκεντρικό του περιεχόμενο. Ετσι για παράδειγμα για τον Τζακόμπι, ο Μπλοχ διέσωσε την ουτοπική και ρομαντική νότα στον μαρξισμό, σε αντίθεση με το «γυμνό οικονομικό προσανατολισμό» που παρέλυε τον ορθόδοξο μαρξισμό. -Τέλος ο δυτικός μαρξισμός έθεσε στο επίκεντρο της προβληματικής του το μέγα ερώτημα που προέκυπτε από τη ροπή της εργατικής τάξης προς την ενσωμάτωση και πιο ειδικά από την αποξένωση που προκαλεί από την ίδια του τη φύση το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, κάτι που συμβάλλει στην ερμηνεία του ερωτήματος που έθετε ο Πάνεκουκ, δηλαδή γιατί παρά την αριθμητική και την οικονομική του ανωτερότητα το προλεταριάτο δεν είχε καταλάβει την εξουσία, από την μικρή εκμεταλλεύτρια αστική τάξη. Και όλα αυτά τα ζητήματα, όπως ορθά επισημαίνει ο Τζακόμπι, υποβαθμίζονται, αν δεν αγνοούνται παντελώς από τον «ορθόδοξο» μαρξισμό. - Βεβαίως ο δυτικός μαρξισμός είχε και αυτός τις αδυναμίες του, τις οποίες η αλήθεια είναι ότι ο Τζακόμπι σε μεγάλο βαθμό παραβλέπει. - Αν όμως αυτή ήταν μεταξύ άλλων η θετική συμβολή του ηττημένου, μια και δεν κατόρθωσε να νικήσει στην πράξη, δυτικού μαρξισμού, πρέπει να αναλογιστούμε ότι λίγα χρόνια αργότερα, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, δεν ανήκε μόνον αυτός στους ηττημένους αλλά και ο «ορθόδοξος» σοβιετικός μαρξισμός . Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες μπορούμε να κάνουμε λόγο για διαλεκτική της διπλής ήττας -τόσο του δυτικού όσο και του «ορθόδοξου» μαρξισμού. - Και στο βαθμό που θέλουμε να είμαστε μεθοδολογικά συνεπείς και αποδεχόμαστε ότι αν μη τι άλλο οι όποιες επιτυχίες-νίκες δεν αποτελούν κριτήριο αλήθειας, όπως αντίστροφα και οι όποιες αποτυχίες-ήττες κριτήριο λάθους, πρέπει να αναζητήσουμε και σε αυτήν τη δεύτερη ήττα γόνιμα στοιχεία για το σοσιαλισμό του μέλλοντός μας, στοιχεία που προκύπτουν τόσο από τα αρνητικά της όσο και από τα όποια θετικά της. - Τούτο σημαίνει ότι σε αντίθεση με όσους, και είναι πολλοί, μετά και απ' αυτήν την ήττα εγκατέλειψαν την όποια προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον, ή με όσους συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τον «υπαρκτό» σαν προς επανάληψη θριαμβευτικό επίτευγμα, λες και δεν κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, πρέπει να αποδεχόμαστε μεν τις ήττες ως τέτοιες, ταυτόχρονα όμως να επιδιώκουμε να αντλούμε απ' αυτές ό,τι γόνιμο έχουν να μας προσφέρουν για ένα καλύτερο αύριο. - Υπ' αυτό το πρίσμα, όσο περίεργο κι αν φαντάζει αυτό, η δύναμή μας απορρέει πέραν των άλλων και από τη μέχρι τώρα αδυναμία μας να νικήσουμε. [Γιώργος Ρούσης, καθηγητής του Παντείου πανεπιστημίου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (10. 10. 2010)]
978-960-8263-86-4
|

|
Γκέοργκ Γιόζεφ Πάουλους,
Περί του ανθρωπίνου κάλλους ή
Μια άλλη κωμωδία
Μετάφραση: Δέσποινα Λέφα
Ο Georg Joseph Paulus γεννήθηκε το 1959 στο Bielefeld της Γερμανίας. Μουσικές σπουδές από μικρός και αργότερα σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Συμπληρώνει τη μόρφωσή του με μουσικολογία στην Ακαδημία Santa Cecilia της Ρώμης, όπου ασχολείται ειδικότερα με τον μετεγγραφόμενο σε μουσική γραπτό λόγο και απ' όπου αποφοίτησε με τη διπλωματική: «Ε. Τ. Α. Χόφμαν - Ζακ Όφφενμπαχ: από τη σελίδα στο πόντιουμ». Συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, ζει αποτραβηγμένος στις όχθες του Ρήνου, όπου εργάζεται πάνω σε θέματα λογοτεχνίας και αισθητικής.
Το παρόν είναι το πρώτο του δοκίμιο που δημοσιεύεται στα ελληνικά.
Έχω την υπόνοια ότι το ανθρώπινο κάλλος από αρχαιοτάτων χρόνων υπέστη μια σημαντική νοητική διαστρέβλωση, με αποτέλεσμα να αναγορευθεί σε έργο τέχνης και να υπαχθεί στην Αισθητική και, μέσω αυτής, στην Ηθική, διαστρέβλωση εξαιρετικής αντοχής, παρά τη δαιμονοποίησή του κατά περιόδους από τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, όπως επίσης και ότι υπήρξε δέκτης μιας απαράδεκτα προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με τις υπόλοιπες «φυσικές καλλονές», φαινόμενο αναμενόμενο μέσα στον γενικευμένο ανθρώπινο επεκτατισμό.
Είναι αυτονόητο ότι το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, αποτελεί μια ηθική αξία με βάση αισθητική, η οποία ανάγεται σε αξία, όπως κι αν έχει, ακριβώς λόγω του ηθικού της βάρους, δηλαδή ο άνθρωπος μαθαίνει να του αρέσει ο κόσμος μέσα στον οποίο βρέθηκε, και όλες οι αισθητικές μορφές γίνονται αποδεκτές και αποκτούν αξιακή υπόσταση, ή άλλως ο υπαρκτός κόσμος αποκτά αισθητική αξία μέσω της ηθικής.
978-960-8263-94-9
|

|
Ζακ Ελλύλ,
Αναρχία και χριστιανισμός
Με επίλογο για την ελληνική έκδοση, γραμμένον από τον
Patrick Troude-Chastenet
(καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Montesquieu Bordeaux IV [CMRP-GRECCAP], προέδρου της Association Internationale Jacques Ellul, διευθυντή των Cahiers Jacques-Ellul, μέλους του board of directors του The International Jacques Ellul Society)
Οι αναρχικοί είναι εχθρικοί προς όλες τις θρησκείες (άρα και προς τον χριστιανισμό), αλλά και οι ευσεβείς χριστιανοί φρικιούν με την αναρχία, πηγή αταξίας και άρνησης των καθιερωμένων εξουσιών. Αυτές ακριβώς τις απλές και ακλόνητες βεβαιότητες προτίθεμαι ν' αμφισβητήσω εδώ.
Είμαι πολύ κοντά σε μια μορφή αναρχισμού και πιστεύω ότι ο αγώνας του αναρχισμού είναι ο αγώνας ο καλός. Αλλά σ' ένα σημείο θα διαχωρίσω τη θέση μου από έναν γνήσιο αναρχικό: ο γνήσιος αναρχικός φρονεί ότι μια αναρχική κοινωνία, χωρίς κράτος, χωρίς εξουσίες, χωρίς οργάνωση, χωρίς ιεραρχία, είναι εφικτή, βιώσιμη, πραγματοποιήσιμη, ενώ εγώ δεν το νομίζω. Μ' άλλα λόγια, εκτιμώ ότι η μάχη του αναρχισμού, ο αγώνας προς την κατεύθυνση μιας αναρχικής κοινωνίας είναι ουσιώδης, αλλά η πραγματοποίηση αυτής της κοινωνίας είναι αδύνατη. Νομίζω ότι η ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εξουσία και χωρίς θεσμούς εδράζεται στην πίστη πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και τον διαφθείρει η κοινωνία. Στην ακραία περίπτωση λέμε: «Οι κλέφτες υπάρχουν επειδή υπάρχει η αστυνομία, αν καταργήσουμε την αστυνομία, η κλοπή θα εξαφανιστεί». Οπωσδήποτε, η κοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο στη διαστρέβλωση του ατόμου: είναι πάρα πολύ αυστηρή και καταπιεστική, άρα ο άνθρωπος πρέπει με τον άλφα ή βήτα τρόπο ν' «αποσυμπιέζεται», συχνά με βίαιες ενέργειες και φόνους. Σήμερα, η διαστρέβλωση του ανθρώπου στη Δύση γίνεται αλλιώς: βασικό ρόλο παίζουν η διαφήμιση που ωθεί τον άνθρωπο στην κατανάλωση (άρα στην κλοπή, αν δεν έχει χρήματα για να ριχτεί στην κατανάλωση), η αχαλίνωτη πορνογραφία, το θέαμα της βίας στα Μ.Μ.Ε. (Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. στην αύξηση της παραβατικότητας και του μίσους για τον συνάνθρωπό μας είναι σημαντικός.) Εν τούτοις, δεν έρχονται όλα απ' την «κοινωνία».
978-960-8263-84-0
|

|
Συλλογικό έργο, ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ,
μετάφραση: Κώστας Παναγιωτίδης,
εκδ. Νησίδες,
159 σελ.
Εξώφυλλο: κολλάζ της Έλενας Λάμπρου
Τα κείμενα του βιβλίου αυτού εξετάζουν
από διάφορες οπτικές γωνίες
τις σχέσεις της σύγχρονης πόλης με το αυτοκίνητο,
ιδίως με το ιδιωτικό αυτοκίνητο.
Πραγματεύονται τη σταδιακή εκτόπιση
των άλλων τρόπων μετακίνησης,
την επιβολή, πραγματική και φαντασιακή,
του ιδιωτικού αυτοκινήτου,
τη δομή της πόλης που δημιουργείται έτσι
και εισηγούνται μέτρα
για να βελτιωθεί η κίνηση και η ζωή μας
στα αστικά κέντρα.
Στο Επίμετρο, ο γνωστός αμερικανός στοχαστής Λιούις Μάμφορντ
αναλύει τον «αμερικάνικο τρόπο θανάτου», δηλαδή τη λατρεία
του ιδιωτικού αυτοκινήτου στις Η.Π.Α.
Τα κείμενα:
Alfonso Sanz, Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης στις συγκοινωνίες
Antonio Estevan, Ενάντια στις μεταφορές, η εγγύτητα
Agustin Garcia Calvo, Πρόοδος με τον σιδηρόδρομο, οπισθοδρόμηση με τον αυτοκινητόδρομο
Pilar Vega, Για ένα μορατόριουμ των υποδομών για μεταφορικά μέσα μεγάλης χωρητικότητας
Jose Antonio Millan, Οδοιπόρος ενός απέραντου τοπίου
Ole Thorson, Πώς να πραγματώσουμε τις δημόσιες μεταφορές και πώς να πάρουμε μια άλλη κατεύθυνση
Xavier Bermudez, Να είμαι ή να ζω
Isabel Escudero, Κινείται κάτι;
J. A. Gonzalez, Σου το λέω ανάποδα, για να με καταλάβεις
Σημείωμα του μεταφραστή
Επίμετρο: Λιούις Μάμφορντ, Ο αμερικάνικος τρόπος θανάτου
[978-960-8263-78-9]
|

|
ΑΣΓΚΕΡ ΓΙΟΡΝ,
Περί μορφής
μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης και Σπύρος Σκούφος
Κείμενα του δανού καλλιτέχνη Ασγκερ Γιορν (1914-1973)
«Το να προσάπτουμε σε ένα έργο τέχνης ότι είναι ακατανόητο ή δεν προσφέρει τίποτε σημαίνει ότι του προσάπτουμε ότι είναι έργο τέχνης. Το ίδιο είναι αν του προσάψουμε πως δεν δίνει τίποτε. Η τέχνη είναι σαν τα διεγερτικά: δεν προσφέρει τίποτε, αλλά αντιθέτως παίρνει, αποδεσμεύει και απελευθερώνει κάτι στον ίδιο τον θεατή. Η τέχνη είναι το όπιο του λαού» (Ασγκερ Γιόρν). - Το όνομα του Ασγκερ Γιόρν (1914-1973) είναι ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, ενώ για κείνους που έχουν έρθει σε επαφή μαζί του είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον Γκυ Ντεμπόρ και την Καταστασιακή Διεθνή. Ο δανός εικαστικός, όμως, εκτός από πειραματικός καλλιτέχνης, ιδρυτής μερικών πρωτοποριακών ομάδων (αν και δεν αποδέχθηκε ποτέ αυτό τον όρο) και μέλος άλλων τόσων, υπήρξε και θεωρητικός της τέχνης, από τους πιο οξυδερκείς μάλιστα. Μια αρκετά αναλυτική περιγραφή των θεωρητικών του αναζητήσεων περιλαμβάνεται στο βιβλίο του ΠΕΡΙ ΜΟΡΦΗΣ. - Σε μια εποχή που η σύγχρονη τέχνη χαρακτηρίζεται από ελάχιστη έως μηδαμινή παραγωγή θεωρητικής σκέψης, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να δώσει αφορμές για συζητήσεις με περιεχόμενο όχι μόνο για το νόημα της τέχνης αλλά και για το νόημα της ζωής. Η παρωχημένη αντίληψη ότι «όλα έχουν ειπωθεί» αποκοιμίζει τόσο τους καλλιτέχνες όσο και τους θεατές και τους υπαγορεύει υπογείως ότι δεν χρειάζεται καν να ανατρέχουν σε θεωρητικά κείμενα του χθες. Ο,τι παραλάβαμε από το χθες είναι έτσι κι αλλιώς εγγεγραμμένο στα γονίδιά μας. Κάθε στοχαστική δραστηριότητα, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί προϋπόθεση της τέχνης, σήμερα συνιστά ύβρη. Οι θεωρητικές συζητήσεις εξαντλούνται σε προσωπικές πολεμικές και κριτικές της τεχνικής. Η σημασία του έργου τέχνης στον μοντέρνο κόσμο έχει εξαλειφθεί. - Ο Γιόρν αντιτίθεται ρητά στην τεχνική και στην επιστήμη, στη μηχανοποίηση του κόσμου. Θεωρεί ότι η τέχνη ορίζεται αισθητικά, ηθικά αλλά και επιστημονικά. Αυτή είναι και «η ιδεολογική αφετηρία ενός μελλοντικού κόσμου». Τα κείμενά του δεν είναι ακριβώς διακηρύξεις, αλλά συνδιαλέξεις με άλλους θεωρητικούς. Συνιδρυτής μεν του Διεθνούς Κινήματος για ένα Φαντασιακό Μπάουχαους, αλλά πολέμιος των καλλιτεχνικών πρωτοποριών, τις οποίες ανέκαθεν θεωρούσε ύποπτες, γράφει ότι «ο εξτρεμισμός είναι συνήθως μια κενή στάση. Πάντα απομακρυνόμουν από κείνους που περιφέρονται με το παράσημο της πρωτοπορίας στο στήθος, ποτέ δεν με ενδιέφερε να φτάσω στα άκρα αν δεν το μπορούσα. Πάντα προσπαθούσα να διατηρώ στενότατη επαφή με τον λαό και τους εν γένει πνευματικούς κύκλους. Γι' αυτό, με μεγάλη μου απογοήτευση, υποχρεώνομαι να αναγνωρίσω ότι το κίνημά μας έφτασε σε ένα στάδιο στο οποίο του ταιριάζει μόνο το όνομα πρωτοποριακό κίνημα». Ωστόσο, η ανίχνευση της ουσίας των μορφών υποχρεώνει τον Γιορν να σταθεί στο κέντρο της καλλιτεχνικής πράξης, η οποία κατά τη γνώμη του απαιτεί την αδιάκοπη χρήση μιας πειραματικής μεθόδου. Ετσι, ο καλλιτέχνης είναι ένας άνθρωπος που διακινδυνεύει να κάνει όσα οι άλλοι αποφεύγουν, και το έργο του αποτελεί μια πειραματική ουτοπία. - Ο πειραματισμός είναι εξ ίσου σημαντικός με την εκπαίδευση και την έκφραση. Για να φτάσει ώς εκεί, ο δανός καλλιτέχνης πιάνει το νήμα της καταγωγής εννοιών όπως πρόοδος και εξέλιξη. Από την άλλη, επιθυμεί να καταργήσει την αιτιοκρατία, ανασύροντας την περίφημη φράση του Μαξ Στίρνερ: «Θεμελίωσα την υπόθεσή μου στο τίποτα». - Η αφετηρία της πειραματικής τέχνης, αλλά και της ζωής, εντοπίζεται, σύμφωνα με τον Γιόρν, στην αναρχική σκέψη, στην οποία όμως καταλογίζει τραγικά λάθη. «Το μόνο κοινό στον ορθολογικό εξτρεμισμό του Ουίλιαμ Γκόντγουιν, στον ατομιστικό εξτρεμισμό του Μαξ Στίρνερ, στον ηθικό εξτρεμισμό του Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν, στον θρησκευτικό εξτρεμισμό του Λέοντα Τολστόη, στον κολεκτιβιστικό εξτρεμισμό του Μπακούνιν, στον νατουραλιστικό εξτρεμισμό του Κροπότκιν, στον βίαιο εξτρεμισμό του Ραβασόλ και στον μηδενιστικό εξτρεμισμό του Νετσάγιεφ είναι ο εξτρεμισμός. Ο αναρχισμός, που απέδειξε την αδυναμία του εξτρεμισμού, είναι ο ίδιος εκδήλωση της ακραίας αδυναμίας του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία». Ως αποτέλεσμα, η κριτική του υποσημειώνει ότι ακόμη και η θεωρητική εργασία στον χώρο της τέχνης είναι και κριτική του γίγνεσθαι συνολικά.
(Μανώλης Ανδριωτάκης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15. 10. 2002)
¶σκερ Γιορν (1914-1973)
Εμπνευσμένος και πολυτάλαντος καλλιτέχνης, ψυχή πρωτοποριακών ομάδων των Μεταπολεμικών χρόνων, όπως η COBRA, τπ Διεθνές Κίνημα για ένα Φαντασιακό Μπάουχάους και η Καταστασιακή Διεθνής, φιλόσοφος και εραστής της ζωής και του ταξιδιού, διεθνιστής αγωνιστής με την ευγενέστερη σημασία του όρου και λάτρης των παραδόσεων του γενέθλιου τόπου του, που τις μελέτησε καταλήγοντας σε συναρπαστικά συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, ο Γιορν συνεισέφερε αποφασιστικά στη μετεστραμμένη ζωγραφική και την ενιαία πολεοδομία, δημιούργησε την καταστασιακή τοπολογία, την γενική καταστασιολογία και την τριλεκτική μέθοδο, έφτιαξε μαζί με τον Γκυ Ντεμπόρ δύο μοναδικά πειραματικά βιβλία, έγραψε εκατοντάδες ριζοσπαστικά δοκίμια αισθητικής καταφέροντας αποφασιστικά χτηπήματα στιε ακαδημαϊκές συλλήψεις της, υπήρξε ο πληθωρικότερος στον κόσμο κεραμίστας, ανανέωσε μαζί με τον Πιερ Βέμεερ την τέχνη των ταπισερί αναζωογονώντας τις θεματικές της σκανδιναβικής κουλτούρας, δούλεψε σε στενή πάντα επαφή με καλλίτέχνες από τον χώρο της αρχιτεκτονικής και της λογοτεχνίας (από τους οποίους θα ξεχωρίσουμε τον μεγάλο δανό συγγραφέα και φίλο του A. Schade) και, φυσικά, δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει.
Το Περί Μορφής, ύμνος αλλά ταυτόχρονα και βαθιά συστηματική έρευνα τηε πεμπτουσίας της Τέχνης, είναι αυτό ακριβώς που υπόσχεται: η σκιαγραφία μίας μεθοδολογίας των τεχνών από ένα φλογερό καλλιτέχνη, στην προσπάθειά του ν'απαντήσει όσο πιο έγκαιρα και πειστικά γινόταν σ'ένα ερώτημα που παραμένει απολύτως επίκαιρο και είναι ίσως σήμερα ακόμα πιο φλέγον από τότε: ποια είναι η θέση των τεχνών και η παιδεία που πρέπει να λαμβάνει ο καλλιτέχνης την εποχή της μηχανής;
[ISBN:
960-8480-91-4]
|

|
ΝΤΑΙΗΒΙΝΤ ΦΡΙΣΜΠΥ,
Στιγμιότυπα της νεωτερικότητας
Έ(Γκέοργκ Ζίμμελ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ζήγκφρηντ Κρακάουερ)
Τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ ερευνούν διαστάσεις της νεωτερικότητας στα γραπτά τριών γερμανών θεωρητικών, που ο καθένας τους έμεινε με τον τρόπο του πολύ περιθωριακός στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην κουλτούρα της εποχής του: του Georg Simmel (Ζίμμελ, 1858-1918), του Walter Benjamin (Μπένγιαμιν, 1892-1940) και του Siegfried Kracauer (Κρακάουερ, 1884-1966). Στην παρούσα συλλογή κειμένων περιέχονται στοιχεία των έργων του Ζίμμελ, του Μπένγιαμιν και του Κρακάουερ που σχετίζονται συγκεκριμένα με τις έρευνές τους για τη νεωτερικότητα.
O ποιητής Charles Baudelaire [Μπωντλαίρ] εισήγαγε το 1863 την έννοια της modernite [νεωτερικότητας], ως «το παροδικό, το φευγαλέο, το συμπτωματικό, το μισό της τέχνης που το άλλο της μισό είναι το αιώνιο και το αναλλοίωτο». Στρέφει το ενδιαφέρον του στο εφήμερο, στο φευγαλέο, στο συμπτωματικό, καθώς και στο πρόβλημα της σύλληψης της καινοφάνειας της νεωτερικής στιγμής στη δυναμική της παρουσία. Μπορούμε να κατανοήσουμε την ιδέα της νεωτερικότητας ως την ασυνεχή εμπειρία του χρόνου, το εφήμερο του χώρου, το φευγαλέο, και την ιδέα της αιτιότητας ως αντικαθιστάμενη από το συμπτωματικό. Συνεπώς, ο ζωγράφος της νεωτερικής, απερίφραστα αστεακής ζωής πρέπει ν' αδράξει τη νεωτερικότητα σ' όλη της την αμεσότητα, στον παροντικό της χαρακτήρα.
Ο τίτλος του παρόντος βιβλίου, Στιγμιότυπα της νεωτερικότητας, καταδεικνύει την αποσπασματική προσέγγιση της νεωτερικότητας από τους τρεις στοχαστές. Πολλοί κοινωνικοί θεωρητικοί προσεγγίζουν τη νεωτερικότητα ως μία ενιαία δυναμική αυξανόμενης περιπλοκότητας, ορθολογισμού ή καπιταλιστικής ανάπτυξης με διάφορες μεταμφιέσεις. Οι κοινωνικές επιστήμες βρίθουν θεωριών του εκσυγχρονισμού, που προσπαθούν να συλλάβουν πώς οι κοινωνίες έγιναν και γίνονται νεωτερικές. Αλλά η έννοια της νεωτερικότητας των Ζίμμελ, Μπένγιαμιν και Κρακάουερ απέχει πολύ από τις ποσοτικές, μεγαλόσχημες θεωρίες. Αντιθέτως, δίνουν την έμφαση στις ποιοτικές μεθόδους, που μας βοηθούν να ερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους βιώνουμε το καινούργιο στη νεωτερική κοινωνία. Ο όρος «στιγμιότυπα» σχετίζεται με την ανάπτυξη, περί τα μέσα του 19ου αι., μίας τεχνολογίας που μεταμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζονταν η πόλη και η ζωή στην πόλη. Η φωτογραφία προσπάθησε να συλλάβει τη δυναμική της νεωτερικότητας με βάση τις επιμέρους στιγμές της ή τις στιγμιαίες εικόνες της. Παράλληλα, ο στιγμιαίος χαρακτήρας του παρόντος στη νεωτερική μας εμπειρία είχε επίσης αναγνωρισθεί ως καίριο χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας.
Με διαφορετικούς τρόπους, ο Ζίμμελ, ο Μπένγιαμιν και ο Κρακάουερ ερεύνησαν τη σημασία της στιγμιαίας απεικόνισης των πραγμάτων.
Ο Νταίηβιντ Φρίσμπυ είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους κοινωνικούς θεωρητικούς, με πλούσιο διδακτικό και συγγραφικό έργο. Αν και ευρύτερα γνωστός στην κοινωνιολογία ως αυθεντία στο έργο του Ζίμμελ, η κοινωνική θεωρία του Φρίσμπυ δεν περιορίζεται στην πολύπλευρη ανάλυση της σκέψης του γερμανού θεωρητικού. Σε μια εποχή που οι παλαιότερες ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων και της ίδιας της επιστήμης φαίνονταν να χάνουν το βάρος τους και να παραμερίζονται από τον αρνητικό μηδενισμό ενός «μεταμοντερνισμού» που δήθεν ανακάλυπτε μια νέα εξήγηση για την κατάρρευση των ερμηνειών αυτών, ο Φρίσμπυ επέμεινε ότι η μετανεωτερικότητα [μεταμοντερνισμός] δεν είναι παρά το καινούργιο πρόσωπο, άλλη μια μάσκα δηλαδή, της νεωτερικότητας την οποία συναντούμε στα γραπτά του Νίτσε, του Ζίμμελ, του Βέμπερ, του Μαρξ, του Μπένγιαμιν, του Κρακάουερ και άλλων κριτικών της «νεωτερικής ζωής». Ο Φρίσμπυ αντιμετώπισε με σκεπτικισμό την απελευθερωτική άρνηση που υποστήριζαν πολλοί μεταμοντερνιστές συγγραφείς, όπως ο Μπωντριγιάρ, και επισήμανε τη συνέχιση της ατελεύτητης αναζήτησης αυτού που μπορούμε να γνωρίσουμε σ' έναν και για έναν κοινωνικό κόσμο που φαίνεται να μεταμορφώνει καθημερινά την ιδέα, τη σημασία αλλά και πιθανόν την ουσία της γνώσης της κοινωνικής ζωής.
Ο David Frisby σπούδασε στη London School of Economics και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Έχει και Masters στην αρχιτεκτονική από τη Σχολή Αρχιτεκτονικής Mackintosh της Σχολής Καλών Τεχνών της Γλασκόβης. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια, όπως στης Γλασκόβης, στο Yale, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, στο Πανεπιστήμιο της Konstanz και στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Από το 2005 είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο Cities Programme της London School of Economics. Έχει εκδώσει ώς τώρα εννέα βιβλία, μεταξύ των οποίων: Fragments of Modernity, 1985, Cityscapes of Modernity, 2001, Georg Simmel, 1984, 2η έκδ. επαυξημένη 2002, Simmel and Culture, σε συνεργασία με τον Mike Featnerstone, 1997.
Έχει επιμεληθεί και μεταφράσει στα αγγλικά πολλά έργα του Simmel, από τα οποία ξεχωρίζει η Φιλοσοφία του χρήματος (3η έκδ. επαυξημένη 2004).
[ISBN:
978-960-8263-79-6
|

|
ΧΑΝΝΑ ΑΡΕΝΤ,
Ο ¶ιχμαν στην Ιερουσαλήμ
Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού
Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς
Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε μια έκδοση
με πολλά λάθη το 1995. Ξανακυκλοφορεί σήμερα.)
Αντιμέτωποι με το κακό
Το σπουδαίο βιβλίο της Χάννα Αρεντ Ο ΑΪΧΜΑΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ. ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις Νησίδες, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς).

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος του Γ' Ράιχ, συλλαμβάνεται από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ. Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. - Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ώς τις 14 Αυγούστου του 1961. Η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας New Yorker. - Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε. - Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από μας, τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από τη συνήθεια ή τη επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση.

Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότοπο», να διαπραχθεί δηλαδή από κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους. - Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται πολύ μεγάλος αριθμός δραστών, με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο, επίσης, για ένα κρατικό έγκλημα. Στις συνήθειες του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος, αυτοί που εφάρμοζαν τον νόμο ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από εκείνους που τον παραβίαζαν. Αυτός ο νέος τύπος του κρατικού εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας. - Το κυριότερο κίνητρό του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία. Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν αρκεί. Το δυσεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμά της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι' αυτό που διέπραξε. - Στον Αϊχμαν, η απουσία της συμπόνιας συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης και την έλλειψη φαντασίας. Πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος μιας εξουσίας, της οποίας οι διαταγές είναι εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό; - Η καταστροφικής επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό εκφράστηκε όχι μόνο με το γεγονός ότι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξή τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας» ή εκτέλεσης καθήκοντος. - Η θέση που αποδίδει στο κακό τα γνωρίσματα του τερατώδους, της συνειδητής αγριότητας και της θηριωδίας λειτουργεί καθησυχαστικά, γιατί το απομακρύνει από τον ορίζοντα της καθημερινής μας εμπειρίας, το περιορίζει σε μια μακρινή περιοχή, στην οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν να μπουν μόνον όταν είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, να επαναλάβουν την αρχέγονη πρακτική της φονικής βίας και των ανθρωποθυσιών, από τις οποίες μας χωρίζουν χιλιετίες. - Ο φονιάς, ο δήμιος, ο σφαγέας παίρνει τα διαβολικά χαρακτηριστικά του «βάρβαρου» και γι' αυτό αναγνωρίζεται αμέσως και επομένως μπορεί πιο εύκολα να εντοπιστεί και να καταπολεμηθεί. Το κακό που εκφράζεται με τον τρόμο, την αγριότητα και τη φρίκη είναι πιο εύκολο να δαμαστεί. Το κακό που μας ζητάει η Αρεντ να αναγνωρίζουμε και να καταπολεμάμε είναι πιο ύπουλο και πιο επικίνδυνο, γιατί δεν έχει την όψη του «εχθρού», ούτε καν του διαφορετικού, και επομένως μπορεί να διαβρώνει από τα μέσα τα θεμέλια της πολιτισμένης συμβίωσης. - Τονίσαμε ήδη ότι το κακό που διέπραξε ο ναζισμός δεν το διέπραξε μια ολιγάριθμη ομάδα σαδιστών, αγρίων ή τεράτων (όσο και αν υπήρξαν στις τάξεις του και παθολογικές περιπτώσεις) αλλά το διέπραξαν εκατομμύρια άνθρωποι. - Δεν ωφελεί επομένως να αναζητήσουμε την εξήγηση στον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, αλλά πρέπει μάλλον να ερευνήσουμε τις ιδιότητες της κοινωνίας που επιτρέπει τη διάπραξη τέτοιων μαζικών εγκλημάτων. - Προεκτείνοντας την προβληματική της Αρεντ, ο Τσβετάν Τόντοροφ στο βιβλίο του ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ (Νησίδες, 2002) υποστηρίζει ότι το βαθύτερο αίτιο αυτών των εγκλημάτων δεν βρίσκεται στο άτομο αλλά στο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό: «Ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύστημα αναμφισβήτητα χειρότερο από τη δημοκρατία, ιδού τι είναι (σήμερα) ξεκάθαρο. Οσο για τους ανθρώπους, δεν είναι φύσει καλοί ούτε κακοί, αλλά και τα δύο: εξ ίσου εγγενείς είναι ο εγωισμός και η φιλαλληλία».
(Θανάσης Γιαλκέτσης, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21.6.2009)
Ο Αντολφ Αϊχμαν (1906-1962) γεννήθηκε στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αυστρία, ήταν γόνος μεσοαστικής οικογένειας και είχε εργαστεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος, όταν προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα της Αυστρίας το 1932. Το 1934 έγινε δεκτός, έπειτα από αίτησή του, στην Υπηρεσία Ασφαλείας και άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία των S.S., ιδιαίτερα μετά την επιτυχημένη αποστολή του να οργανώσει την εκτόπιση των εβραίων της Βιέννης το 1938. Λόγω των «γνώσεών» του για το εβραϊκό ζήτημα και των συγχωνεύσεων υπηρεσιών θα τοποθετηθεί στην Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του ναζιστικού καθεστώτος. Ως επικεφαλής του τομέα IV-B-4 [των εβραϊκών ζητημάτων] από τα 1941 έως το τέλος του πολέμου ανέλαβε την οργάνωση της μεταφοράς των εβραίων της Ευρώπης (μεταξύ αυτών, και των ελλήνων εβραίων) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Μετά τον πόλεμο κατέφυγε στην Αργεντινή με διαφορετικό όνομα. Οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ τον ανακάλυψαν, τον απήγαγαν και τον μετέφεραν στο Ισραήλ, όπου δικάστηκε το 1961, καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε το 1962. Τη δίκη του παρακολούθησε η διακεκριμένη φιλόσοφος Χάννα Αρεντ, η οποία την κάλυψε δημοσιογραφικά για το περιοδικό The New Yorker και στη συνέχεια, το 1963, εξέδωσε τα κείμενά της σε μορφή βιβλίου με τίτλο Ο ΑΪΧΜΑΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ. - Όταν εκδόθηκε το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι έφερε το θέμα της εξόντωσης των εβραίων από τους ναζί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Η εξόντωση των εβραίων ήταν ασφαλώς γνωστή, αλλά δεν είχε αναδειχθεί η μοναδικότητά της: οι εβραίοι συγκαταλέγονταν στα εκατομμύρια θύματα που προκάλεσε ο ναζισμός κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα αίτια, η προετοιμασία, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η διαδικασία της συστηματικής εξόντωσης περίπου έξι εκατομμυρίων αθώων πολιτών της Ευρώπης δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και επιστημονικής έρευνας. Λίγες μαρτυρίες για τη γενοκτονία είχαν εκδοθεί μέχρι τότε, ο Ψυχρός Πόλεμος και η ανοικοδόμηση είχαν θέσει άλλες προτεραιότητες, ενώ η συντόμευση της διαδικασίας της αποναζιστικοποίησης είχε επιτρέψει την αποκατάσταση πρώην ναζί αξιωματούχων στη Δυτική Γερμανία. Η δημισότητα που έλαβε η δίκη του ΑΪχμαν, το βιβλίο της Αρεντ μαζί με την κυκλοφορία της θεμελιώδους μελέτης του Ραούλ Χίλμπεργκ The Destruction of the European Jews (1961) έφεραν αντιμέτωπη για πρώτη φορά τη διεθνή κοινή γνώμη με τη γενοκτονία των εβραίων. - Αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο το βιβλίο της Αρεντ συζητήθηκε. Κατ' αρχάς, η Αρεντ άσκησε κριτική στον τρόπο με τον οποίο αποδόθηκε δικαιοσύνη στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ: δύσκολα μπορούσε να δικαιολογηθεί η απαγωγή-σύλληψή του στην Αργεντινή, ενώ υποστήριξε ότι αρμόδιο να δικάσει τον Αϊχμαν για τα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» που διέπραξε θα ήταν ένα διεθνές δικαστήριο (στα πρότυπα του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης) και όχι ένα ισραηλινό. Η Αρνετ καταφέρεται και εναντίον του μύθου της γερμανικής «αντίστασης» στον Χίτλερ: όχι μόνο ήταν περιθωριακό φαινόμενο, αλλά και αυτό που θεωρήθηκε ότι ήταν η σημαντικότερη πράξη αντίστασης (η απόπειρα κατά του Χίτλερ τον Ιούλιο του 1944) δεν είχε ηθικά αλλά εθνικιστικά κίνητρα. Τέλος, αυτό που ίσως προκάλεσε μεγαλύτερη συζήτηση ήταν η ευθύνη που επέρριψε η Αρεντ στα Εβραϊκά Συμβούλια για τη συνεργασία τους με τις γερμανικές αρχές: με αυτό τον τρόπο πρακτικά διευκόλυναν την εξόντωση των ομοθρήσκων τους. Από κει και πέρα, αυτό που απασχόλησε τη συγγραφέα ήταν το τι εκπροσωπούσε ο άνθρωπος που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. - Στο πρόσωπο του Αϊχμαν η Αρεντ δεν είδε κάποιο φανατικό ιδεολόγο ή μια ψυχικά διαταραγμένη προσωπικότητα, αλλά αντίθετα ένα νομοταγή πολίτη, ο οποίος υπάκουε στους ανωτέρους του και εκτελούσε «άνωθεν διαταγές». Ο Αϊχμαν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που έκανε απλώς άλλη μια γραφειοκρατική δουλειά - από αυτό προκύπτει και ο υπότιτλος για την «κοινοτοπία του κακού». Το πρόβλημα με τον Αϊχμαν, γράφει η Αρεντ, δεν ήταν ο φανατισμός του αλλά η συνείδησή του (σ. 118), η οποία τον παρακίνησε να συνεχίζει μέχρι το τέλος του πολέμου την υλοποίηση της Τελικής Λύσης και τελικά να γίνει αυτό που ζητούσε ο Χίμμλερ από τους άνδρες των S.S. «υπεράνθρωπα απάνθρωποι» (σ. 87). Ο Αϊχμαν υπερασπίστηκε τον εαυτό του στην ίδια γραμμή: υποστήριξε ότι αυτό ήταν το καθήκον του ως νομοταγούς πολίτη. Η Αρεντ αντλεί από αυτή την κοινότοπη φράση-δικαιολογία, για να ασκήσει κριτική στο φαινόμενο του ναζισμού. - Η κριτική που ασκεί στο φαινόμενο του ναζισμού απηχεί -όπως μας θυμίζει στο Επίμετρο η Πηνελόπη Κουφοπούλου- τις ιδέες που είχε αναπτύξει παλαιότερα στο τρίτομο έργο της Η καταγωγή του ολοκληρωτισμού (1951). Ετσι, στο πρόσωπο του Αϊχμαν δεν βλέπει την αποκορύφωση του αντισημιτισμού ούτε, πολύ περισσότερο, τη γενοκτονία των εβραίων ως την πεμπτουσία του ιδιαίτερου αντισημιτισμού της γερμανικής κοινωνίας. Η Αρεντ κατευθύνει την κριτική της στην ηθική εξαχρείωση που προκάλεσε το ναζιστικό καθεστώς στη γερμανική κοινωνία, με την υπονόμευση των στοιχειωδέστερων ηθικών αρχών και κανόνων που συνέχουν μια κοινωνία στο όνομα της εκπλήρωσης ενός σκοπού και της πίστης σε έναν ηγέτη. Οι πολιτικές συνθήκες γέννησαν έναν νέου τύπου εγκληματία, ο οποίος «αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό» (σ. 215). Τέσσερις δεκαετίες μετά την έκδοσή του το βιβλίο της Αρεντ παραμένει σημαντικό, όχι τόσο για τα στοιχεία που περιέχει σχετικά με τη γενοκτονία των εβραίων της Ευρώπης (αν και η ελληνική βιβλιογραφία για το θέμα παραμένει απελπιστικά φτωχή) όσο για τον στοχασμό που κατέθεσε για το πώς μέσα σε λίγα χρόνια ένας συνηθισμένος άνθρωπος μετατράπηκε στον οργανωτικό εγκέφαλο της εξόντωσης εκατομμυρίων εβραίων.
(Πολυμέρης Βόγλης, ΤΑ ΝΕΑ, 16-17. 5. 2009)
Λαμπρή και ανησυχητική μελέτη του χαρακτήρα και της δίκης του Αντολφ Αϊχμαν. - Αν και γραμμένο πολύ προσωπικά και παρορμητικά, αντανακλά όχι μόνο τα σπουδαία αναλυτικά προτερήματα της φιλοσόφου συγγραφέως του, αλλά και συμπόνια, οργή, γνήσια αίσθηση της τραγωδίας, μεγάλο θάρρος, πνευματική ανεξαρτησία και λαμπρή ανθρωπιά. - Μια βαθιά και τεκμηριωμένη ανάλυση των ζητημάτων και του υποβάθρου της ιστορίας της δίκης του Αϊχμαν: τι πράγματι είναι το κακό. Αναστατώνει το μυαλό και ταρακουνάει τη συνείδηση.
(Γιώτα Συκιώτη, Index, τεύχ. 30, Απρίλιος 2009)
Η φιλόσοφος Χάννα ¶ρεντ (1906-1975) κάλυψε την δίκη του ¶ιχμαν για το The New Yorker, στο οποίο η έκθεσή της δημοσιεύθηκε ως μια σειρά άρθρων το 1963.
Γι' αυτή την αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου,
η συγγραφέας πρόσθεσε υλικό που έγινε γνωστό μετά τη δίκη
και έναν Επίλογο στον οποίο αναφέρεται στις συζητήσεις που προκάλεσε το βιβλίο.
Ο ¶ντολφ ¶ιχμαν ήταν ο αξιωματούχος του Γ΄ Ράιχ ο «ειδικός στο εβραϊκό πρόβλημα». Ισραηλινοί πράκτορες τον συνέλαβαν στην Αργεντινή, τον μετέφεραν στο Ισραήλ, εκεί δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1961.
Το πρόβλημα με τον ¶ιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν
και ότι οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές,
αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί.
«Λαμπρή και ανησυχητική μελέτη του χαρακτήρα και της δίκης του ¶ντολφ ¶ιχμαν».
- Stephen Spender, The New York Review of Books
«Το καθήκον που ανέλαβε ξεπερνά κατά πολύ τα εγκλήματα ενός ανθρώπου,
αφού πραγματεύεται το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας,
το πρόβλημα του ανθρώπου σ' ένα νεωτερικό ολοκληρωτικό σύστημα.
Η καλύτερη προστασία μας από τον καταπιεστικό έλεγχο και τον απανθρωποποιητικό ολοκληρωτισμό
εξακολουθεί να είναι η προσωπική κατανόηση των γεγονότων όπως έγιναν.
Μ' αυτό τον στόχο, η Χάννα ¶ρεντ μας έχει δώσει πλούσιο υλικό».
- Bruno Bettelheim, The New Republic
«Γραμμένο πολύ προσωπικά και παρορμητικά,
το βιβλίο αυτό αντανακλά μεγάλο θάρρος, μεγάλη πνευματική ανεξαρτησία και μια λαμπρή ανθρωπιά.
Δεν είναι «άψυχο», αλλά αντανακλά όχι μόνο τα σπουδία αναλυτικά προτερήματα της συγγραφέως του
αλλά και συμπόνια, οργή και μια γνήσια αίσθηση τραγωδίας».
- Frederic S. Burin, Political Science Quarterly
«Το μεγάλο προσόν του βιβλίου είναι ότι δείχνει,
με μια βαθιά και τεκμηριωμένη ανάλυση των ζητημάτων
και του υπόβαθρου της ιστορίας της δίκης του ¶ιχμαν,
τι πράγματι είναι το κακό.
Το βιβλίο αυτό θ' αναστατώσει το μυαλό
και θα ταρακουνήσει τη συνείδησή μας».
- Hans Morgenthau, Chicago Tribune
Επιλέχθηκε ως ένα από τα 50 πιο αξιόλογα βιβλία του 1963
από την American Library Association.
Ένα χρόνο μετά την απαγωγή του στην Αργεντινή από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, τον Απρίλιο του 1961, τελείται η δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μπροστά στο περιφερειακό δικαστήριο του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ στέκεται ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει εκατομμύρια Εβραίους στον θάνατο. Στην πολύκροτη δίκη παρίσταται ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού New Yorker η γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της θα αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη που θα εκδώσει το 1963 με τον τίτλο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» (ελλ. έκδ. Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2009). Πρόκειται για μια έκθεση της δίκης στην οποία η Άρεντ περιγράφει και εξετάζει το έγκλημα, το ποιόν του κατηγορουμένου και τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δίκη. Εξαιρετικά σημαντικές, όμως, είναι οι ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, που οδηγούν την Άρεντ να προσθέσει στο βιβλίο τον υπότιτλο “Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού” και να εγείρει σφοδρές αντιδράσεις. - Μολονότι Εβραία και παρ’ ολίγον θύμα του Ολοκαυτώματος, η Άρεντ δεν απαρνείται την επιστημονική της ματιά και ως αντικειμενικός παρατηρητής λαμβάνει τις απαραίτητες αποστάσεις από το ζήτημα. Αρχικά, εξετάζει τη σύνθεση του δικαστηρίου, τον ρόλο του συνήγορου και του κατήγορου καθώς και την επιρροή που ασκεί το θεσμικό καθεστώς της χώρας (κυρίως ο πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν). Στη συνέχεια, αναλύει το ψυχολογικό προφίλ του κατηγορουμένου και σημειώνει τη συμβολή του κατά τα τρία στάδια των λύσεων που επιχειρήθηκαν ―απέλαση, συγκέντρωση και θανάτωση― για την αντιμετώπιση του εβραϊκού ζητήματος από το ναζιστικό καθεστώς. Παρουσιάζει το ιστορικό των εκτοπίσεων των εβραϊκών πληθυσμών από τα γερμανο-αυστριακά εδάφη του Γ' Ράιχ και των προτεκτοράτων του, τη δυτική Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία,Δανία, Ιταλία), τα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) και την κεντρική Ευρώπη (Ουγγαρία, Σλοβακία), τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση του εβραϊκού ζητήματος από κάθε κράτος. Συνάμα, δεν διστάζει να προβεί σε μια αξιολόγηση των τεκμηρίων και των μαρτύρων που κλήθηκαν για να καταδείξουν τον ρόλο του Άιχμαν στην επίτευξη της “τελικής λύσης” στα κέντρα θανάτωσης της Ανατολής• και, τέλος, εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν το δικαστήριο στην καταδίκη του Άιχμαν αφήνοντας αιχμές για την επιτυχία του και την επάρκεια του νομικού πλαισίου, ώστε να συμπεριλάβει ένα τόσο ιδιότυπο και ειδεχθές έγκλημα. - Οι έντονοι πολέμιοι του βιβλίου και της συγγραφέως άσκησαν δριμεία κριτική με τα κυριότερα επιχειρήματά τους να συνοψίζονται στο ότι: α) η Άρεντ επέρριψε μομφές στην ηγεσία των κατά χώρα εβραϊκών πληθυσμών αναφορικά με την στάση και τον ρόλο που έπαιξαν στην εξόντωση του ίδιου τους του λαού, όπου επιχειρήθηκε η εκτέλεση της “τελικής λύσης” από τους Ναζί, αποπειρώμενη μια εξίσωση θύτη και θύματος, β) επικαλέστηκε την ακαταλληλότητα των ισραηλινών νόμων και του ισραηλινού δικαστηρίου να δικάσουν για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που μεθόδευσε τη γενοκτονία του λαού τους υποστηρίζοντας ότι θα ήταν απαραίτητη, λόγω της φύσης του εγκλήματος, η εκδίκαση της υπόθεσης από διεθνές δικαστήριο, και γ) σκιαγραφώντας το προφίλ του κατηγορουμένου επιχείρησε την ελαχιστοποίηση της ενοχής του αποδεχόμενη την υπερασπιστική του γραμμή και την εγκυρότητα των λόγων του. Όλα τα παραπάνω υποχρέωσαν την Άρεντ να υπεραμυνθεί των θέσεών της εν μέσω ενός μανιασμένα εχθρικού κλίματος που την οδήγησε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού. - Το ζήτημα της εβραϊκής ηγεσίας ήταν εκείνο που ξεσήκωσε το λυσσαλέο μένος των ομοεθνών της, καίτοι η Άρεντ το αντιμετώπισε απλώς ως ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές κατά τη διαδικασία και δεν καλύπτει παρά ελάχιστες σελίδες του βιβλίου. Αυτό συνέβη, διότι η φιλόσοφος με τόλμη κατέδειξε την ενδοτική στάση αρκετών Εβραίων ηγετών, που επέλεξαν να συνεργαστούν πειθήνια με τη γερμανική διοίκηση συμβάλλοντας στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων των ομοεθνών τους. Με την παραπάνω θέση της στράφηκε ενάντια στην ιστορική αυτοαντίληψη των Εβραίων εν γένει, ενάντια σε μια ιστορικότητα, apriori συστατικά στοιχεία της οποίας είναι η μαρτυρολογία και μια μεταφυσική της καταστροφής. Η Άρεντ δεν ήταν διατεθειμένη να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό. Ενδεικτική είναι η απάντησή της στον παλιό της φίλο, Γκέρσομ Σόλεμ, ο οποίος με αφορμή το βιβλίο της την κατηγορεί για έλλειψη αγάπης προς τον εβραϊκό λαό: «Ποτέ δεν ‘αγάπησα’ κανέναν λαό και καμιά συλλογικότητα. Ούτε τον γερμανικό, ούτε τον γαλλικό, ούτε τον αμερικάνικο, ούτε την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Στην πραγματικότητα αγαπώ ‘μόνο’ τους φίλους μου, και το είδος αγάπης στο οποίο πιστεύω είναι η αγάπη για τα πρόσωπα”. Κατ’ επέκταση, η Άρεντ διαφοροποιείται από το ρεύμα του Σιωνισμού και θεωρεί ότι το νέο κράτος του Ισραήλ θα έπρεπε να δομηθεί πάνω στην ιδέα της πολιτικής κοινότητας που θα εμφορείται από δημοκρατικό σύνταγμα και θα παρέχει πολιτικά δικαιώματα σε όλες τις ενυπάρχουσες μειονότητες. - Η Άρεντ επισημαίνει, επιπλέον, το ερώτημα της καταλληλότητας ενός ισραηλινού δικαστηρίου για την εκδίκαση της εξαιρετικά ιδιάζουσας περίπτωσης Άιχμαν. Το ισραηλινό κράτος, από τη μεριά του, θεωρούσε ότι είχε την απόλυτη δικαιοδοσία να δικάσει τον άνθρωπο που διέπραξε εγκλήματα κατά του εβραϊκού λαού και θεωρήθηκε ένας από τους κύριους οργανωτές της γενοκτονίας του. Δεν επρόκειτο, όμως, για μια κοινή υπόθεση εγκλήματος πολέμου, αλλά για το καινοφανές για την εποχή “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ως έννοια στη δίκη της Νυρεμβέργης (1945), όπου το διεθνές δίκαιο εμφανίστηκε απροετοίμαστο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, καθώς ούτε κατάλληλες νομικές έννοιες υπήρχαν για να το προσδιορίσουν, ούτε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για να το αντιμετωπίσει. Η Άρεντ, παρ’ όλα αυτά θεωρεί πως ένα διεθνές δικαστήριο θα ήταν το πλέον αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης Άιχμαν, διότι αφ’ ενός οι ισραηλινοί νόμοι δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και αφ’ ετέρου το εν λόγω έγκλημα της γενοκτονίας των Εβραίων δεν αφορούσε την αποκατάσταση μιας μερικής αδικίας, αλλά την παραβίαση της τάξης που διέπει το ανθρώπινο γένος, καθώς στρέφεται κατά της διαφορετικότητας, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. - Ο κατηγορούμενος Άντολφ Άιχμαν ήταν ο πλέον καταζητούμενος από το κράτος του Ισραήλ εν ζωή αξιωματικός του ναζιστικού καθεστώτος, εξ αιτίας της ρόλου του στην εξόντωση των Εβραίων. Τα βιογραφικά του στοιχεία κάνουν λόγω για ένα άτομο που σε νεαρή ηλικία δεν είχε να επιδείξει ούτε ιδιαίτερη μόρφωση (δεν κατάφερε να πάρει σχολικό απολυτήριο) ούτε ιδιαίτερη επαγγελματική σταδιοδρομία. Κατόρθωσε, εν τούτοις, να καλύψει τη μετριότητά του και να ικανοποιήσει την ανάγκη του για κοινωνική ανέλιξη εντασσόμενος το 1934 στην υπηρεσία ασφαλείας (Sicherheitsdienst) του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ και συγκεκριμένα στο τμήμα που αφορούσε τους Εβραίους. Το γραφείο επίλυσης του εβραϊκού ζητήματος (IV-B4) στο οποίο μετατάχθηκε το 1939 τον ανέδειξε σε ειδήμονα επί της εβραϊκής μετανάστευσης σε σημείο να εκπονεί ακόμα και μεγαλεπήβολα σχέδια εκτόπισης του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης (βλ. Μαδαγασκάρη). Η εκπληκτική μεθοδικότητά και η αφοσίωσή του στο σχέδιο του Χίτλερ του επέτρεψε να διαμορφώσει ένα άκρως αποτελεσματικό και αστραπιαίο σύστημα απέλασης των Εβραίων της Γερμανίας που του εξασφάλισε την πολυπόθητη προαγωγή του και τη μετάθεσή του κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στις υποτελείς χώρες (Αυστρία, Ουγγαρία). Εκεί, αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους υπεύθυνους για την εκτόπιση και τη μεταφορά των Εβραίων μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρ’ όλα αυτά, η καριέρα του δεν είχε την αναμενόμενη από τον ίδιο εξέλιξη και παρέμεινε ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός χωρίς ιδιαίτερη υπόληψη. - Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν “νέο τύπο εγκληματία”, το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Στα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν έδειξε πως ήταν ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει τυφλά και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα. Μέχρι το τέλος της δίκης αρνούνταν την ενοχή του, με βασικό επιχείρημα της υπεράσπισής του το γεγονός ότι οι ενέργειές του βρίσκονταν σε αρμονία με τους θεσπισμένους νόμους του κυρίαρχου γερμανικού κράτους. Δικαιολογώντας την τυφλή αφοσίωσή του στο Ράιχ ο Άιχμαν επικαλείται ―εσφαλμένα βεβαίως― ακόμα και τις επιταγές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Ασφαλώς, του ήταν αδύνατον να σκεφτεί έξω από το ως άνω πλαίσιο κανονικότητας. Σε αυτήν ακριβώς την ανικανότητα σκέψης, την απερισκεψία και την αποστασιοποίησή του από τα πράγματα έγκειται, κατά την Άρεντ, η ενοχή του. - Η έννοια της κοινοτοπίας εδώ αντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας, και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το “ριζικό κακό”. Το κακό, υποστηρίζει, δεν διαθέτει βάθος και συνεπώς πρέπει να αποβλέπουμε όχι στην απομυθοποίηση του Ολοκαυτώματος, αλλά στην κατανόησή του. Η περίπτωση του Άιχμαν αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής. Αξίζει σε αυτό το σημείο να συσχετίσουμε τα λεγόμενα της φιλοσόφου με τη θεωρία που ανέπτυξε για το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού στο έργο της «Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού», όπου γίνεται εμφανές πώς το ολοκληρωτικό μυαλό οδηγείται σε αποξένωση από τους συνανθρώπους και την πολιτική ζωή με την τυφλή υπακοή στους κανόνες. Αυτή η συνθήκη αποτέλεσε τον κανόνα του πολίτη στο ναζιστικό καθεστώς, σε μια κοινωνία που εξέπεσε ηθικά επειδή ήταν απερίσκεπτα νομοταγής. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι όλοι οι Γερμανοί προέβησαν σε εγκλήματα αντίστοιχα με αυτά του Άιχμαν και των εντολοδόχων του. Μάλιστα, φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Άντον Σμιντ, επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα κάποιου να πράξει ενσυνείδητα παρά τις δύσκολες συνθήκες. Οπωσδήποτε, όμως, ο όρος κοινοτοπία αναφέρεται στον χαρακτήρα του Άιχμαν και όχι στις πράξεις του, οι οποίες ήταν ακραίες και πέρα για πέρα απεχθείς. -Όπως εύστοχα και προφητικά διαπιστώνει η Άρεντ, το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον γερμανικό λαό ούτε, πολύ περισσότερο, το έχουμε ξεπεράσει οριστικά. Αποτελεί έναν κίνδυνο που ελλοχεύει στη σύγχρονη / νεωτερική κοινωνία και σχετίζεται άμεσα με τις συνέπειες του καλπάζοντος καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, τα ολοκληρωτικά συστήματα του άμεσου μέλλοντος θα στραφούν εκ νέου εναντίον μιας “περιττής” ανθρωπότητας που θα εντοπίζεται πλέον στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (ως νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και θα απαρτίζεται από άνεργους και μετανάστες: «οι οικονομικές κρίσεις και οι ιστορίες τρόμου για τους τεράστιους αριθμούς απολύσεων κάνουν ‘το φάντασμα της αχρηστίας και της ξενοφοβίας’ να πλανάται εκ νέου στον πλανήτη. Κι ο ρατσισμός δεν έχει προνομιακό αντικείμενο ή χρώμα. Τα καινούργια θύματα του μπορεί να είναι οι μετανάστες-επαίτες του Τρίτου Κόσμου, οι αραβο-μουσουλμάνικοί πληθυσμοί ή απλώς όσοι είναι πλέον αντι-παραγωγικοί». - Το επίκαιρο του ζητήματος επισημαίνει η πρόσφατη ταινία της Μαργκαρέτε Φον Τρότα (2012) «Χάννα Άρεντ» και αρκετές όψιμες μελέτες, που μισό αιώνα αργότερα διατυπώνουν ακόμα κριτικές απόψεις επί του φαινομένου Άιχμαν. Πολλές από αυτές, μάλιστα, όπως των Christofer Browning, Deborah Lipstadt και Βettina Stangneth, αναλύοντας διαφορετικές πηγές, υποστηρίζουν ότι η Άρεντ παρερμήνευσε την προσωπικότητά του και απέτυχε να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του στη δίκη τον φανατικό αντισημίτη. Αυτό που δεν λαμβάνεται ίσως υπ’ όψιν είναι πως η Άρεντ δεν προσπάθησε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τον Άιχμαν παρουσιάζοντας τον απλώς ως ένα αφελές γραφειοκρατικό ανδρείκελο, αλλά τον απεικόνισε ως έναν “ιδεαλιστή” που ήταν ανίκανος να διακρίνει οτιδήποτε πέρα από τα ναζιστικά ιδεώδη θυσιάζοντας στον βωμό τους κάθε έννοια ηθικής. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, το να προσπαθείς να κατανοήσεις, σε αυτές τις περιστάσεις, δεν σημαίνει ότι συγχωρείς. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει διαβάζοντας το βιβλίο της είναι ότι “το κακό ποτέ δεν είναι ριζικό, μονάχα ακραίο. Ριζικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό”. Η προκλητική και απαιτητική σκέψη της Άρεντ, για να μην παρερμηνευτεί σήμερα για ακόμη μια φορά, αξιώνει μια ενδελεχή κατανόηση του σπουδαίου φιλοσοφικού της έργου. - Βαγγέλης Γραμματικόπουλος, Εφημερίδα των Συντακτών, 26.12.2016.-
[ISBN:
978-960-8263-91-8]
|

|
Ξ. Α. Κοκόλης,
Δυο τόποι - δυο ποιήματα
«Πρέβεζα» του Κ. Καρυωτάκη
«Ιερά Οδός» του Α. Σικελιανού
Η συνύπαρξη στο ανά χείρας βιβλίο δύο τόσο διαφορετικών ποιημάτων,
γραμμένων από δύο τόσο διαφορετικούς ποιητές,
θα μπορούσε να είναι τυχαία, δηλαδή αυθαίρετη?
αλλά δεν είναι, νομίζω.
Εκτός του ότι τα δύο ποιήματα προέκυψαν από και μέσα σε δυο συγκεκριμένους τόπους (που όμως κι αυτοί διαφέρουν διαμετρικά),
υπάρχει κάτι ακόμη που τα συνδέει - κατά κάποιον, έστω, τρόπο:
αυτό που συμβαίνει με τους τίτλους τους.
Το ποίημα του Καρυωτάκη είχε «τελικό τίτλο»,
σε αυτόγραφο που μάλλον έχει χαθεί, Επαρχία?
φαίνεται ότι ο ποιητής ήθελε (δικαίως, θα έλεγα)
το κείμενό του να αφορά όχι μόνο έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο,
αλλά μια πολιτικοκοινωνική κατηγορία κατοικημένων χώρων.
Ο Σικελιανός είχε κλείσει τον τίτλο του ποιήματός του
σε εισαγωγικά: «Ιερά Οδός»?
έτσι ώστε το κείμενο να αναφέρεται όχι μόνο στην Ιερά Οδό της Αττικής,
αλλά σε μια κατηγορία βιωματικών-ψυχικών εμπειριών
που οδηγούν σε μια λυτρωτική αποκάλυψη,
παρόμοια με εκείνη που συνέβαινε
στο «Ιερό της Ψυχής, στην Ελευσίνα».
Όπως και νά 'ναι, τα δύο ποιήματα,
η Πρέβεζα του Καρυωτάκη και η «Ιερά Οδός» του Σικελιανού,
εντάσσονται ―για λόγους διαφορετικούς το καθένα―
στα σημαντικότερα επιτεύγματα της νεοελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα.
O Ξ(ενοφών του) Α(στερίου) Κοκόλης (1939) ζει στη Θεσσαλονίκη. Δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Α.Π.Θ. από το 1965 ώς το 2005. Εκτός από τα βιβλία και τα άρθρα του, επιμελήθηκε φιλολογικά τους δίσκους Η Ζωή Καρέλλη διαβάζει Καρέλλη (1988), Η Θεσσαλονίκη στα ρεμπέτικα, 1 και 2 (1988, 1991) και ΄Ανοιξη στη Σαλονίκη - Primavera en Salonico, Σεφαραδίτικα λαϊκά τραγούδια (1994).
Μερικά από τα βιβλία του:
―«Λέξεις-άπαξ»: στοιχείο ύφους. Θεωρητική εξέταση. Καταγραφή στα «Ποιήματα»
του Γ. Σεφέρη, 1975.
―Τρεις μελέτες για μεταφράσεις (Lorca, Apollinaire, Moreas), 1977? β΄ έκδ.: Μικρο-
σκόπηση μεταφράσεων: Lorca, Apollinaire, Moreas, 1985.
― Δώδεκα ποιητές: Θεσσαλονίκη 1930-1960, 1979.
― Για το «¶ξιον Εστί» του Ελύτη. Μια οριστικά μισοτελειωμένη ανάγνωση, 1984. ―«Θερμοπύλες» και «Πάρθεν»: ένα πλην και ένα συν στην ποίηση του Καβάφη, 1985.
― «δεν είναι πια τραγούδι αυτό». Ο μελοποιημένος Καρυωτάκης, 1987.
― «Αλληλεγγύη»: Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα στην πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή, 1992.
―Σεφερικά μιας εικοσαετίας, 1993.
― Δύο μελετήματα για τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, 1993.
―Η ομοιοκαταληξία. Τύποι και λειτουργικές διαστάσεις του φαινομένου, 1993.
―«σε τι βοηθά λοιπόν ...» Η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη. Μελέτες και σημειώματα, 2001.
― Ο μεταφραστής Σεφέρης. Αρνητική κριτική, 2001.
―¶νθρωποι και μη: τα όρια της φαντασίας στο Σκαρίμπα, 2001.
―Κωστής Παλαμάς, «Σατιρικά Γυμνάσματα». Νέα σχολιασμένη έκδοση, 2005.
―Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη (σχόλια), 2007.
-Στιχάκια του φλαμένκο, β΄ έκδοση αναθεωρημένη (α΄ έκδ. 1989), 2007.
-Τριάντα παρωδίες ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη, 2007.
-33 τάνγκο, 1903-1965, (εισαγωγή, μετάφραση), δίγλωσση έκδοση, 2008.
[ISBN:
978-960-8263-88-8]
|

|
ΖΑΚ ΕΛΛΥΛ,
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΟΥ
Ο γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ελλύλ (1912-1994) γεννήθηκε στο Μπορντώ.
Σπούδασε νομικά (διδάκτωρ το 1936) και δίδαξε στο Μομπελιέ,
στο Στρασβούργο, στο Κλερμόν-Φεράν.
Από το 1940 έως το 1944 συμμετείχε στην αντίσταση
εναντίον των γερμανών κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, άρχισε να διδάσκει
στο Μπορντώ, στο Ίδρυμα Πολιτικών Μελετών (από το 1947).
Από τα πολλά έργα του, που διαβάστηκαν πολύ στη Γαλλία και
στις Η.Π.Α., ξεχωρίζουν τα ακόλουθα:
- Οι διάδοχοι του Μαρξ
- Ν' αλλάξουμε επανάσταση (το αναπόφευκτο προλεταριάτο)
- Αναρχία και χριστιανισμός
- Το τεχνολογικό σύστημα
- Η πολιτική αυταπάτη
- Η προδοσία της Δύσης
- Προπαγάνδες
Ποιος είναι ο Αστός; Αυτό το ερώτημα έχει απασχολήσει πολλούς διανοητές στο παρελθόν. Η δυσκολία του να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό όμως ωχριά μπροστά στη δυσκολία του να κατανοηθούν οι όποιες απαντήσεις από εμάς, τους σημερινούς αναγνώστες. Και η δυσκολία αυτή υπάρχει επειδή η σύγχρονη κοινωνία μας είναι τόσο βαθιά αστική, τόσο γαλουχημένη μέσα στην κατεξοχήν αστική νοοτροπία -που στο κέντρο της βρίσκεται η ιδεολογία της ευτυχίας και η ικανότητα αφομοίωσης των πάντων- που αυτή θεωρείται πια εντελώς δεδομένη, έχουμε χάσει δηλαδή το μέτρο σύγκρισης, έχει χαθεί από το οπτικό μας πεδίο το διαφορετικό, αυτό που θα καταδείξει μέσω της αντίθεσης τα δικά μας χαρακτηριστικά. Το παραπάνω φαινόμενο, της αδυναμίας δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού λόγω έλλειψης αντιθέτου, γίνεται ολοφάνερο σε όποιον διαβάσει το «Η μεταμόρφωση του Αστού», ενός βιβλίου γραμμένου με σκοπό να περιγράψει και να εξηγήσει κατ' αρχήν την Αστική νοοτροπία και ταυτότητα (η μάλλον την έλλειψη αυτής) και στη συνέχεια την εξάπλωση και το μετασχηματισμό της νοοτροπίας αυτής στη μορφή που κατέχει σήμερα. Αν κατά την ανάγνωση του βιβλίου αναγνωρίσει κανείς κάποια από τα στοιχεία του Αστού στον εαυτό του δεν θα έχει άδικο: Είτε το θέλουμε είτε όχι ο αστισμός σαν νοοτροπία βρίσκεται παντού, έχει αφομοιώσει όχι μόνο τις τέχνες η τη θρησκεία αλλά ακόμα και τις ίδιες τις επαναστάσεις. Είναι ο χαμαιλέοντας που καταπίνει τα πάντα χρησιμοποιώντας ό,τι αυθεντικό βρίσκει προς όφελος της τάξης, της ευνομίας και φυσικά του κέρδους. Εμείς είμαστε μέρος του: Σε αυτόν μεγαλώσαμε, αυτόν γνωρίσαμε σαν μοναδικό δρόμο, αυτή τη νοοτροπία συναντήσαμε όπου και αν πήγαμε. Αναπόφευκτα, μπήκε μέσα μας, και γίναμε κι εμείς μέρος του. Το σημαντικότερο: δεν καταλάβαμε ότι αυτό συνέβη. Αυτό λοιπόν που καθιστά το κατά περίπτωση δηκτικό, σχεδόν σατιρικό δοκίμιο του Ζακ Ελλύλ τόσο επίκαιρο είναι το θεμελιώδες ζήτημα της ταυτότητας: αφού μας λείπει ο καθρέφτης, τότε χρειαζόμαστε κάποιον άλλο για να μας περιγράψει ποιοι πραγματικά είμαστε, να μας δείξει δηλαδή τις επιλογές μας και να μας ανοίξει την πόρτα της ελευθερίας. Και ο Ελλύλ παίζει το ρόλο αυτού του «άλλου» με περισσή επιτυχία. ¶λλοτε αναλύοντας περίτεχνα και άλλοτε σατιρίζοντας και διακωμωδώντας, μας δείχνει ότι τελικά η μεταμόρφωση του «εξαφανισμένου» πλέον Αστού δεν έδωσε σαν αποτέλεσμα παρά εμάς τους ίδιους.
(Μάριος Δαμουλιάνος, περιοδ. ΑΓΝΩΣΤΟ, Μάρτιος 2009)
Δεν υπάρχει πια αστός. Αυτό είναι πασίγνωστο. Και κανένας σήμερα δεν θα δεχόταν να τον χαρακτηρίσουν αστό. Πώς γίνεται, τότε, και ο αστός είναι μονίμως στόχος αμφισβήτησης και χλευασμού σε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες;
Γνωρίζαμε, άραγε, ποτέ τι ήταν ο αστός; Ήδη από τον 19ο αι. οι άνθρωποι παρουσίαζαν τα πιο διαφορετικά και αντιφατικά πορτραίτα του: υπήρξε αντικείμενο φθόνου, μίσους, θαυμασμού, χλεύης. Μπορούμε, πάντως, να δεχθούμε ότι υπήρξε η αστική τάξη. Αλλά πώς αναγνωρίζεται; Επειδή αποτελείται από αστούς; Μα πώς αναγνωρίζουμε τον αστό; Ο αστός, λέει ο Ελλύλ, έχει δυο χαρακτηριστικά: την ιδεολογία της ευτυχίας, την οποία αυτός κατασκεύασε, και την ικανότητα ν' αφομοιώνει τα πάντα, ν' απορροφά ό,τι του είναι πιο αντίθετο, πιο εχθρικό, και να το χρησιμοποιεί και να πορίζεται απ' αυτό όφελος (η προσοικείωση).
Ο αστός έχει εξαφανιστεί. Αλλά η επιρροή του; Μήπως έχουμε μεταβεί σε μια μετα-αστική κοινωνία; Φαίνεται πως όχι. Απεναντίας, η κοινωνία μας είναι εξ ολοκλήρου αστική. Οι μορφές σκέψης και συμπεριφοράς φανερώνουν πράγματι πως μας έχει κερδίσει όλους η ιδεολογία της ευτυχίας και πως οι μηχανισμοί της κοινωνίας είναι κυρίως μέσα αφομοίωσης. Ο αστός σήμερα είναι ο τεχνοκράτης, συντηρητικός ή κληρονόμος του 1968, αφοσιωμένος στη λατρεία του μηδενός και στην εξύμνηση της κοινωνίας του θεάματος.
Ποιος είναι ο αστός; Πώς μπορούμε να τον ορίσουμε; Ποιος είναι ο τύπος ανθρώπου που αυτός ενσαρκώνει; Ο Ζακ Ελλύλ παρατηρεί τα τέσσερα διαφορετικά πορτραίτα που έχουν φιλοτεχνηθεί στο παρελθόν για να απεικονίσουν την αστική προσωπικότητα. Ο αστός δεν ήταν εκείνος που πρωταγωνίστησε στην εποποιία της Βιομηχανικής επανάστασης; Ο αστός δεν ήταν εκείνος που σάρωσε το Παλαιό καθεστώς κάνοντας τη μεγάλη Γαλλική επανάσταση, εκείνος που ρίχτηκε με τόλμη στη δημιουργία νέων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών θεσμών; Από την άλλη μεριά, στα μάτια των συγγραφέων ο αστός είναι γελοίο πρόσωπο, είναι «αυτός που σκέφτεται χυδαία» (Φλωμπέρ). Και βέβαια, στα μάτια των φτωχών, ο αστός είναι ο σκληρός εκμεταλλευτής που ζει παρασιτικά συσσωρεύοντας κέρδη χάρη στον μόχθο των εργατών.
Τέλος, οι αστοί που δεν μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με την αστική τους ύπαρξη αναγνώρισαν στον εαυτό τους τον παλιάνθρωπο, τον υποκριτή που άλλα λέει και άλλα κάνει, που κηρύσσει μια ηθική στην οποία ο ίδιος δεν πιστεύει.
Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά που ορίζουν τον αστό είναι δύο, λέει ο συγγραφέας: Το πρώτο, το ιδεολογικό, είναι η ιδεολογία της ευτυχίας, που επινόησε και διέδωσε η αστική τάξη από τα τέλη του 18ου αι. Ήταν μια βαθιά τομή, επειδή άλλαζε ριζικά το νόημα και τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου και ταυτόχρονα τη σχέση του με την κοινωνία. Το δεύτερο, το οντολογικό, είναι η τρομερή αφομοιωτική δύναμη που χαρακτηρίζει τον αστικό πολιτισμό. Η αστική τάξη κατόρθωσε να αφομοιώσει όλες τις δυνάμεις που της εναντιώθηκαν: τα εργατικά κινήματα, τις καλλιτεχνικές και διανοητικές πρωτοπορίες, την επανάσταση, την αμφισβήτηση, την αριστερά. Αφομοιώνοντας και απορροφώντας τα πάντα, ο αστός προσαρμόζεται και μεταμορφώνεται. Έχει τη δύναμη του Πρωτέα και μπορεί να αλλάζει μορφή, να είναι πολλαπλός και αντιφατικός ενσωματώνοντας όλες τις καινοτομίες και ενώνοντας τα αντίθετα. Στη σύγχρονη εποχή της τεχνικής, η έκφραση και η κατάληξη της αστικής σκέψης είναι η ιδεολογία του μηδενός, που αναγγέλλει τον θάνατο του ανθρώπου ως αυτόνομου υποκειμένου.
(Θανάσης Γιαλκέτσης, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τεύχ. 535, 10.1.2009)
[ISBN:
978-960-8263-80-2]
|

|
Ράσελ Τζάκομπυ Ασαφής εικόνα
Ουτοπική σκέψη για μια αντιουτοπική εποχή
Με επίλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση
Πολλοί συγγραφείς θεωρούν τους ουτοπικούς και όαους τους συμπαθούν απερίσκεπτους ονειροπόλους στην καλύτερη περίπτωση και φονικούς ολοκληρωτικούς στη χειρότερη. Εν τούτοις, η ουτοπική σκέψη έχει όχι μόνον αδικηθεί, αλλά και η επιστροφή στον εικονοκλαστικό ουτοπισμό είναι απαραίτητη σήμερα. Η αντιουτοπική νοοτροπία καταδίκασε άδικα την ουτοπική σκέψη και προέτρεψε τους ανθρώπους να την βλέπουν με καχυποψία. Αλλά η εικονοκλαστική ουτοπική σκέψη είναι απαραίτητη, για να ξαναζωντανέψει την υπνώττουσα πολιτική φαντασία της κοινωνίας και να υποδείξει νέες ιδέες για το μέλλον.
«Όπως όλα τα έργα του Τζάκομπυ, έτσι κι αυτό είναι μια επίκαιρη, παθιασμένη, θαρραλέα παρέμβαση κόντρα στο ρεύμα … πολύτιμο βιβλίο».
The Nation
«Στα τέσσερα καλογραμμένα και πολύ περιεκτικά κεφάλαια του βιβλίου του, ο Τζάκομπυ ερευνά μια πληθώρα ουτοπικών κινημάτων … για να κάνει τους αναγνώστες του να ονειρευτούν έναν καλύτερο κόσμο».
Publishers Weekly
Η ουτοπική σκέψη αντιμετωπίζεται με καχυποψία ή και με εχθρότητα στους καιρούς μας. Κατηγορείται ότι είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τους ολοκληρωτισμούς και τη βία που σημάδεψαν τον 20ό αι. Η κατάρρευση της δυστοπίας του "υπαρκτού σοσιαλισμού" έπληξε σοβαρά το πνεύμα της ουτοπίας. Ήδη στη διάρκεια του 20ού αι. σημαντικοί στοχαστές, όπως ο Πόπερ, η Άρεντ, ο Μπερλίν, αντιτάχθηκαν στην ουτοπική σκέψη και θέλησαν να φωτίσουν τους δεσμούς της με τη βία και την ανελευθερία. Ο Τζάκομπυ ανασκευάζει κριτικά την επιχειρηματολογία αυτού του φιλελεύθερου αντιουτοπισμού και υπερασπίζεται με θέρμη το πνεύμα της ουτοπίας. Όσοι καταλογίζουν στις ουτοπικές ιδέες την κύρια ευθύνη για το λουτρό αίματος και τα μαζικά εγκλήματα του 20ού αι. παραγνωρίζουν τον ολέθριο ρόλο που διαδραμάτισαν τα εθνικιστικά και θρησκευτικά πάθη, και οι συγκρούσεις για εξουσία, γη και ταυτότητα. Η αντιουτοπική προκατάληψη ορισμένων στοχαστών τούς οδηγεί να συγχέουν την ουτοπία (που εμπνέεται κατά κανόνα από ιδέες ειρήνης, ευτυχία, αδελφοσύνης, αφθονίας και δικαιοσύνης) ακόμη και με τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό που κήρυττε, αντιθέτως, τις ιδέες της φυλετικής καθαρότητας, του εθνικισμού και του πολέμου. Παρερμηνεύοντας τα έργα του Όργουελ ή του Χάξλεϋ, φτάνουν να θεωρούν τις δυστοπίες όχι αντίθετες των ουτοπιών αλλά συνεπή λογική τους εκπλήρωση. Ο Τζάκομπυ διακρίνει δυο ρεύματα της ουτοπικής σκέψης: τους "σκιαγραφηματικούς" ουτοπικούς, που περιέγραψαν με λεπτομέρειες το μέλλον, και τους "εικονοκλάστες" ουτοπικούς, που ονειρεύτηκαν μια καλύτερη κοινωνία αλλά αρνήθηκαν να δώσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της. Η σκιαγραφηματική ουτοπία, με τα λεπτομερή σχέδιά της που προκαθορίζουν τη μορφή της μελλοντικής κοινωνίας, κρύβει συνήθως μια θέληση για κυριαρχία μάλλον, παρά για ελευθερία. Στην περίπτωσή της, η κριτική του φιλελεύθερου αντιουτοπισμού είναι ευθύβολη, γιατί η ελευθερία μαραίνεται όταν ορίζονται επακριβώς οι διαστάσεις της. Ο Τζάκομπυ υπογραμμίζει, ωστόσο, την αξία και τη γονιμότητα του εικονοκλαστικού ουτοπισμού και ερευνά τους δεσμούς του με την εβραϊκή παράδοση (και με τη βιβλική απαγόρευση των "λαξευμένων εικόνων"). Ένας κόσμος χωρίς ουτοπική αναζήτηση είναι ένας κόσμος χωρίς ελπίδα. Χρειαζόμαστε το ουτοπικό πάθος, για να εξερευνήσουμε τις δυνατότητες που κρύβει το μέλλον, αλλά και για ν' αναζωογονήσουμε την πολιτική, που σήμερα εμφανίζεται ανίκανη να διορθώσει μιαν ελαττωματική κοινωνική τάξη πραγμάτων.
(Θανάσης Γιαλκέτσης, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας, τεύχ. 526, 31.10.2008)
«Όπως όλα τα έργα του Τζάκομπυ, έτσι κι αυτό είναι μια επίκαιρη, παθιασμένη, θαρραλέα παρέμβαση κόντρα στο ρεύμα … πολύτιμο βιβλίο».
The Nation
Στις «Νησίδες» κυκλοφορούν και τα έργα του:
-Οι τελευταίοι διανοούμενοι
-Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού μαρξισμού
[ISBN:
978-960-8263-76-5]
|

|
2η έκδοση, βελτιωμένη και διορθωμένη.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Διευκρίνιση του επιμελητή
ΠΡΟΛΟΓΟΙ
¶ννα Εμμανουηλίδου
Πέτερ Λέμαν
Pirkko Lahti
Judi Chamberlin
Loren R. Mosher
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πέτερ Λέμαν
ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ
[I.S.B.N.: 978-960-8263-81-9]
1. Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Ilse Gold, Μετά το εξιτήριο
Πέτερ Λέμαν, Υποτρoπή στη ζωή
2. ΣΤΑΜΑΤΩΝΤΑΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Gabor Gombos, Στα βήματα μιας ψυχιατρικής οικογενειακής
κληρονομιάς
Maths Jesperson, Ανάμεσα στη λοβοτομή και
στα αντικαταθλιπτικά
3. ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΔΙΑΚΟΠΗ
Bert Golden, Με υπομονή
Wilma Boevink, To τέρας από το παρελθόν
4. ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΕΙΣ
Ulrich Lindner, Τρέχω για τη ζωή μου. Πώς πέτυχα τη θεραπεία
της κατάθλιψής μου
Oryx Cohen, Τεστ αντοχής στην ψυχιατρική
Michael Chmela, Γλίτωσα
5. ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
Manuela Kalin, Επίσκεψη στο σπίτι από τον oμοιοπαθητικό
David Webb, «Σας παρακαλώ, μην κάνετε κακό στον εαυτό σας.»
Fiona Milne, «Ο βράχος μου στην τρικυμία»
6. ΚΑΛΥΤΕΡΑ KAΠΟΥ ΚΑΠΟΥ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ ΠΑΡΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Mary Nettle, Ο έλεγχος πάλι στα χέρια μου
Lynne Setter, Επιστροφή στον εαυτό μου
7. ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΣ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ
Marc Rufer, Προκαλώντας τον φόβο - παίρνοντας φόβο:
όταν θέλεις να σταματήσεις τα ψυχοφάρμακα, η γνώμη
των γιατρών γίνεται επικίνδυνη
Josef Zehentbauer, Ποιος φοβάται να κόψει τα φάρμακα;
Ιατρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική υποστήριξη
κατά τη διακοπή κατασταλτικών και ηρεμιστικών ουσιών
Pino Pini, Αλμπέρτο, διανοητικά καθυστερημένος και χωρίς
ψυχοφάρμακα. Η παροχή ενός ντεπό νευροληπτικού
ως προσπάθεια διαμεσολάβησης σε μια δύσκολη
κατάσταση σχέσεων
Martin Urban, «Είμαι πράγματι ακόμα ανάπηρη;»
Ψυχοθεραπευτική υποστήριξη στην απεξάρτηση
από ψυχοφάρμακα - μια ανθρώπινη ιστορία
Ρόλαντ Ρίχτερ, Σταματώντας τα ψυχοφάρμακα
με τη βοήθεια της ορθομοριακής ιατρικής
Klaus John, Αποτοξίνωση από ψυχοφάρμακα
από τη σκοπιά εναλλακτικών θεραπειών
Πλατανίτης Δημήτρης, Ομοιοπαθητική και απεξάρτηση
από χημικά ψυχοφάρμακα
Kerstin Kempker, Σταματώντας τα ψυχοφάρμακα
στο Σπίτι Φυγής
8. ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ
Bob Johnson, Διακοπή ψυχοτρόπων ουσιών σε παιδιά
Μαρία Μητέρα, «Και τότε πήρα την απόφαση
να του τα κόψω.»
9. Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Regina Bellion, Τα δύσκολα αρχίζουν μετά
Leo P. Koehne, «Και τώρα σας δίνω Imap, αυτό ενισχύει
και τις κοινωνικές σχέσεις»
ΕΠΙΛΟΓΟΙ
Πέτερ Λέμαν, Επίλογος του επιμελητή
Karl Bach Jensen, Αποτοξίνωση - με κεφαλαία και με μικρά.
Σχόλιο για μια κουλτούρα σεβασμού
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
|

|
ΝΕΟΣ ΤΙΤΛΟΣ, 2008
ΠΟΛ ΒΙΡΙΛΙΟ,
Το Πανεπιστήμιο της καταστροφής
[ISBN:
978-960-8263-77-2]
«Ο κόσμος του μέλλοντος θα είναι ένας ολοένα πιο σκληρός αγώνας ενάντια στα όρια της νοημοσύνης μας», ανάγγελλε ο Νόρμπερτ Βήνερ… Στον περιορισμό αυτό προστίθενται σήμερα όχι μόνο το φαινόμενο του θερμοκηπίου της θέρμανσης του κλίματος, αλλά και το φαινόμενο μιας φυλάκισης στα ολοένα πιο στενά όρια μιας σφαίρας επιτάχυνσης, μιας δρομόσφαιρας στην οποία η εξάντληση των χρονικών αποστάσεων της ΓΕΩΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ της Υδρογείου αποπερατώνει την εξάντληση των ουσιών της ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ. Αναπάντεχο θύμα αυτού του γεωφυσικού αποκλεισμού: η επιστήμη – η βιολογία αλλά και η φυσική, αυτή η “Big Science”, που είναι αντιμέτωπη με τη συστολή του χωροχρόνου του γνωστού κόσμου και μιας γνώσης που αποκτήσαμε κάποτε εδώ κάτω.
Εξ ου και η απειλή, που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή, ενός ατυχήματος των γνώσεων που θα ερχόταν να συμπληρώσει το ατύχημα των ουσιών που έχουν ρυπανθεί και να τερματίσει την κρίση του Λόγου που κατάγγειλε ο Χούσερλ, με την αλλόκοτη αναζήτηση ενός υποκατάστατου ΕΞΩΠΛΑΝΗΤΗ, μιας νέας «Γης της Επαγγελίας», για να την αποικίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Καθώς το κλίμα το αναγκαίο για τη ζωή του πνεύματος, όπως και για τη ζωή των σωμάτων πάνω στη γηραιά Γη μας, μοιάζει στο εξής να υφίσταται τις μοιραίες επιπτώσεις μιας μακράς νοσοκομειακής νόσου.
«Ένα βιβλίο θάρρους, δημιουργικής σκέψης και τόλμης για την πρόκληση της Big Science και του Πανεπιστημίου της καταστροφής που παράγουν την ΑΠΕΙΛΗ, που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή, για ένα ατύχημα των γνώσεων, με την έννοια ότι ποτέ δεν ήμασταν τόσο κοντά όσο σήμερα σε μια πραγματική και τεχνολογική δυνατότητα πανταχού παρουσίας […] για το πλήγμα. Με απεικονίσεις ιλίγγου της νόησης μπροστά σ’ αυτή την επεκτατική δύναμη του κακού που είναι κλεισμένο στο φωτεινό ορθογώνιο μιας οθόνης από την οποία περνούν και ξαναπερνούν ομιλούσες σκιές. […]
Με τη γλώσσα (σύμφωνα με τους δραματουργούς μας) να μη λέει πια τίποτε, αφού η μεταμοντέρνα εποχή προτιμά το σωματικό από το λεκτικό, αλλά ώσπου ν’ αλλάξει το Πανεπιστήμιο της καταστροφής μπορεί η οικουμενικότητα της μεγάλης επιστήμης να μετανιώσει για τις φονικές της υπερβολές και για τις ζημιές της προόδου. […]
Γιατί μόνο με μια ριζοσπαστική αναζήτηση πρέπει να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα και δύσκολα προβλήματα της νέας Παιδείας του σύγχρονου παγκόσμιου ανθρώπου μέσα σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο εκτεταμένο πολιτισμό που καταστρέφει τον … πολιτισμό. Προβλήματα που δεν μπορούν να έχουν σχέση με την παλαιότερη παιδεία, από την εποχή του Διαφωτισμού έως σήμερα, αλλά δεν μπορούν να έχουν σχέση ούτε με την αρχαία μεθοδολογία της παιδευτικής διδασκαλίας και της απόκτησης γνώσης. Γιατί όλες αυτές οι παραδοσιακές διδασκαλίες, εκπαιδευτικές μέθοδοι, διαδικασίες και «ιδεολογίες» εκπαιδευτικών εκφράσεων είναι αναποτελεσματικές απέναντι στις τεράστιες απαιτήσεις της παραγωγής, μετάδοσης και χρησιμοποίησης-αξιοποίησης της γνώσης στον σημερινό και αυριανό μας κόσμο. […]
Ο κόσμος του μέλλοντος θα είναι ένας ολοένα πιο σκληρός αγώνας ενάντια στα όρια της νοημοσύνης μας (Νόρμπερτ Βήνερ). […]
Η οικουμενικότητα της συγκαιρινής μας καταστροφής υπονοεί αναγκαστικά την προσεχή επανίδρυση του Πανεπιστημίου. Ενός είδους γενικού νοσοκομείου μιας επιστήμης και των τεχνικών της που θα αποσκοπούσε, ει δυνατόν, να αρθεί στο ύψος αυτού του ατυχήματος των γνώσεων που απορρέει λιγότερο από τις αποτυχίες και τα λάθη και περισσότερο από τη θεαματική επιτυχία των τεχνοεπιστημών [τεχνολογιών/ τεχνικών + επιστημών] της ύλης και της ζωής, των οποίων το αποκορύφωμα είναι οι τεχνοβιολογίες με τη θεραπεία και συνεισφορά των νανοτεχνολογιών του εμβίου. Ένα νοσοκομείο λοιπόν, ή μάλλον ένα άσυλο της επιστήμης, ένα οικοτροφείο των αναπήρων της γνώσης και των γνώσεων που, όπως φαίνεται, στερούνται οριστικά κάθε κριτικής συνείδησης, όχι εξ αιτίας της αδυναμίας τους να προοδεύσουν γοργά όσο εξ αιτίας μιας πρωτοφανούς επιτυχίας, την οποία άλλωστε κανείς δεν ελέγχει, παρά τη διακηρυγμένη δημοκρατική βούληση. Γιατί, πράγματι, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, η θέληση για δύναμη των τεχνοεπιστημών έχει σοβαρά τραυματίσει, αν όχι ακρωτηριάσει, το σύνολο των κεκτημένων γνώσεων, καθιστώντας έτσι ύποπτους τους διάφορους κλάδους γνώσης που, στο εξής, θεωρούνται αναάρμοστοι για τη ζωή και το περιβάλλον της. Επηρμένη μέχρι παραληρήματος, η Big Science έχει γίνει ανίσχυρη να διορθώσει την υπερβολική μας επιτυχία από την ύβριν μιας φυγής προς τα εμπρός χωρίς καμία μέριμνα να τακτοποιήσει τα νώτα της, το απίστευτο ηθικό και φιλοσοφικό της έλλειμμα.
Καθώς μπλέχτηκαν οι τεχνοεπιστήμες εκούσια στον «ολικό πόλεμο» του 20ού αι., με μια προοδευτική στρατιωτικοποίηση ενάντια στους ολοκληρωτισμούς, οι επιστήμες έχουν εκτραπεί η μία μετά την άλλη, για να μοιάσουν εν τέλει με τα «ακραία σπορ». Με τον πειρασμό ενός θεωρητικού ντοπαρίσματος να έχει επιβληθεί εν τέλει πάνω στη σοφία μιας τελείως σχετικής γνώσης και στο όνομα μιας λεγόμενης αποτρεπτικής ειρήνης μεταξύ των εθνών, μιας τρομοκρατικής ισορροπίας, της οποίας μάταιη επικύρωση είναι η τωρινή διασπορά των πυρηνικών όπλων. […]
Βιβλίο πρόκληση, μεγάλης σκέψης, ολοκληρωμένης πνευματικής αναζήτησης και ευθύνης, επιστημονικής σκέψης».
(Δ. Κακαβελάκης, Χανιώτικα Νέα, 14.4.2008)
Βλ. στις άλλες σελίδες τα άλλα έργα του ΠΩΛ ΒΙΡΙΛΙΟ στις «Νησίδες».
|

|
Ε.Π.
Τόμσον,
Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός
[ISBN:
978-960-8480-12-4] Ανατύπωση
Ο Ε.Π Τόμσον
(1924-1993) είναι άγγλος ιστορικός, που έγινε διάσημο σ' όλοκληρο
τον κόσμο κυρίως με το έργο του The making of the English Working
Class. Μελέτησε τους αιώνες κατά τους οποίους έγινε η μετάβαση
από την προβιομηχανική στην βιομηχανική κοινωνία και οι μελέτες
του αυτές θεωρούνται απαράμιλλες.
Δραστηριοποιήθηκε
πολιτικά από την δεκαετία του 1950 στους κόλπους του ανεξάρτητου
ειρηνιστικού και αντιπυρηνικού κινήματος της Μεγάλης Βρετανίας.
Στο παρόν
κείμενο πραγματεύεται γλαφυρά το πώς άλλαξε ο τρόπος, με τον οποίο
οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον χρόνο. Ξεκινά από την εποχή που
το ρολόι ήταν το πολύ ένα αξιοπερίεργο και σπάνιο αντικείμενο
και φτάνει στην εποχή που γίνεται κυριαρχικός ρυθμιστής της καθημερινής
μας ζωής.
Τη Δευτέρα
ή την Τρίτη, σύμφωνα με την παράδοση, ο χειρωνακτικά εργαζόμενος
προσαρμόζεται στον αργό ρυθμό της μελωδίας "Ε -ε - ε - χουμε
καιρό, έ - ε - ε - χουμε καιρό". Την Πέμπτη και την Παρασκευή,
στο "'Αλ-λη μια μέρα, άλ-λη μια μέρα". Ο πειρασμός για
χουζούρι για άλλη μια ώρα στο κρεβάτι, φόρτωνε τη δουλειά στο
βράδυ, και τότε χρειαζόταν να γίνει με το φώς των κεριών.
|
|
ΝΕΟΣ ΤΙΤΛΟΣ, 2008
Ράσελ Τζάκομπυ,
Οι τελευταίοι διανοούμενοι.
Η αμερικάνικη πνευματική ζωή σε μια εποχή ακαδημαϊκότητας.
[ISBN:
978-960-8263-70-3]
Ο Ράσελ Τζάκομπι (γενν. 1945) είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο UCLA στην Καλιφόρνια. Από τα βιβλία του ξεχωρίζουν:
- Κοινωνική αμνησία: Μια κριτική της κομφορμιστικής ψυχολογίας
- Δογματική σοφία
- Το τέλος της ουτοπίας
- Ατελής εικόνα: Η ουτοπική σκέψη σε μία αντιουτοπική εποχή
"Η λαμπρή ανάλυση της φθίνουσας πνευματικής μας ζωής από τον Ράσελ Τζάκομπυ είναι ελπιδοφόρα: μακάρι να δώσει καρπούς".
Γκορ Βιντάλ
"Απολύτως ανεξάρτητο από τις κρατούσες ακαδημαϊκές βραχύβιες δημοφιλείς μόδες, δεν ανέχεται τη νεφελώδη πολυλογία, είναι εριστικό και δεν κάνει επίδειξη γνώσεων… Και το κυριότερο: το βιβλίο είναι γραμμένο στην καθομιλουμένη γλώσσα και όχι στο ακαδημαϊκό γλωσσικό ιδίωμα. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα το καταγγείλουν αγρίως εκείνοι που εξισώνουν εμβρίθεια με αριθμό υποσημειώσεων ανά σελίδα".
Κρίστοφερ Λας
"Εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, που δείχνει την ενόχληση και τη δίκαια αγανάκτηση του συγγραφέα του".
Τζον Κ. Γκάλμπραιηθ
"Ο Τζάκομπυ υποστηρίζει την υπόθεσή του πιο επίμονα και διαφωτιστικά από όσο έκανε ποτέ οποιοσδήποτε άλλος… Οι εκλάμψεις του θυμίζουν Μένκεν και Έντμουντ Ουίλσον σε ορισμένες πολύ έξυπνες πολεμικές τους".
Sean Wilenta
"Γραμμένο με το ζωηρό, διεισδυτικό ύφος που χαρακτηρίζει τα καλύτερα έργα των διανοουμένων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, το βιβλίο αυτό ερευνά εμπνευσμένα και, παραδόξως, αναζωογονητικά ένα αποθαρρυντικό φαινόμενο. Μας θυμίζει το κριτικό πνεύμα, που μας λείπει όχι μόνο τώρα αλλά μας έλειψε πολύ και στο παρελθόν".
The Christian Science Monitor
Το προκλητικό αυτό βιβλίο παρουσιάζει το χρονικό της εξαφάνισης του "δημόσιου διανοούμενου" στις Η.Π.Α. Επί πάνω από σαράντα χρόνια, στο πολιτισμικό τοπίο κυριαρχούσαν διανοούμενοι που έγραφαν σε γλώσσα κατανοητή στον μορφωμένο αναγνώστη και απευθύνονταν σ' αυτόν. Οι νεαρότεροι διανοούμενοι που τους διαδέχθηκαν γράφουν δυσνόητα, γιατί απευθύνονται σε άλλο κοινό: στους ακαδημαϊκούς. Σε αντίθεση με τους παλαιότερους διανοούμενους, που έζησαν στο μποέμικο περιβάλλον της μεγαλούπολης και έγραψαν για το μορφωμένο κοινό, οι σημερινοί στοχαστές τρύπωσαν στα πανεπιστήμια, στα οποία η κατάληψη ενός πόστου φαίνεται πολύ ανώτερη από την πνευματική αναζήτηση. Σε μία διεισδυτική και παθιασμένη πολεμική, ο συγγραφέας εξετάζει πώς η αριστοκρατοποίηση, η προαστιοποίηση και ο ακαδημαϊκός καριερισμός έχουν υποσκάψει τη ζωτικότητα της πνευματικής ζωής στις Η.Π.Α.
Φαίνεται καθαρά πως η απορία «Πού είναι οι διανοούμενοί μας;» δεν είναι αποκλειστικά δική μας. Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Ράσελ Τζάκομπυ επισημαίνεται η απουσία παρέμβασης των διανοουμένων στη διαμόρφωση της δημόσιας κουλτούρας. Εγκλωβισμένοι στην αποκλειστικότητα του ακαδημαϊκού τους προφίλ, οι διανοούμενοι δεν διαμορφώνουν τίποτε έξω από το στενό πλαίσιο του Πανεπιστημίου. Παράλληλα, υπενθυμίζεται το χάσμα που τους χωρίζει από τον δυναμισμό της προηγούμενης γενιάς. Ο συγγραφέας διαπιστώνει και τη διαρκώς αυξανόμενη δυσφορία και αποθάρρυνση που διαπερνά τους ίδιους ανθρώπους μέσα στην κλειστή ακαδημαϊκή επικοινωνία. Αναρωτιέται μήπως «αυτή η υπόγεια δυσφορία μπορεί να βγει στην επιφάνεια και να ξανασυνδεθεί με τη δημόσια ζωή». Καλό και χρήσιμο ερώτημα, που αξίζει να μας απασχολήσει και εδώ, στα καθ’ ημάς. Μήπως, τάχα, απέχει πολύ και από τη δική μας νεοελληνική πραγματικότητα;
(περ. ΑΝΤΙ, τεύχ. 915, 15.2.2008)
«Επισκοπώντας την αμερικάνικη πνευματική ζωή, διαπιστώνουμε ότι τα μεγάλα ονόματα των διανοουμένων που ξεχωρίζουν είναι εκείνα που διακρίθηκαν ήδη τη δεκαετία του 1950: Λιούις Μάμφορντ, Ράιτ Μιλς, Ντάνιελ Μπελ, Νταίηβιντ Ρήσμαν, Τζον Κένεθ Γκάλμπραιηθ κ.ά. Όλοι αυτοί υπήρξαν οι τελευταίοι «δημόσιοι διανοούμενοι», δηλαδή στοχαστές και συγγραφείς που το έργο τους απευθυνόταν στο ευρύτερο κοινό, στον μορφωμένο αναγνώστη. Τα βιβλία τους, τα άρθρα τους, οι κριτικές παρεμβάσεις τους αντιπροσώπευαν πολύτιμες συνεισφορές στον δημόσιο διάλογο. Ως ανεξάρτητοι συγγραφείς, έγραφαν με κατανοητή γλώσσα για ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, για να τους διαβάσει ο κόσμος και να επηρεάσουν έτσι τη δημόσια ζωή. Η επόμενη γενιά αμερικάνων διανοουμένων, που εμφανίστηκε στο διανοητικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1960, δεν κατόρθωσε να διατηρήσει μια αξιοσημείωτη δημόσια παρουσία. Αυτό το φαινόμενο, την έκλειψη των δημόσιων διανοουμένων, προσπαθεί να εξηγήσει ο Τζάκομπυ. Οι υποθέσεις που διατυπώνει και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει βασίζονται μεν στην αμερικάνικη εμπειρία, αλλά παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον, καθώς εμφανίζουν ορατές αναλογίες με την ευρωπαϊκή περίπτωση. Σύμφωνα με τον Τζάκομπυ, η συρρίκνωση της παρουσίας του κριτικού στοχασμού στον δημόσιο βίο οφείλεται κυρίως στη μετατροπή των ανεξάρτητων στοχαστών σε πανεπιστημιακούς καθηγητές και σε ακαδημαϊκούς διανοούμενους. Η πανεπιστημιακή διανόηση υποχρεώνεται να υιοθετήσει και να υπηρετήσει τη λογική των ακαδημαϊκών θεσμών, που προάγουν την εξειδίκευση, τον κατακερματισμό και την επαγγελματοποίηση της γνώσης. Οι πανεπιστημιακοί απομακρύνονται από το ευρύτερο δημόσιο σύμπαν, χρησιμοποιούν ένα πιο τεχνικό και ερμητικό γλωσσικό ιδίωμα, περιχαρακώνονται σε ειδικά πεδία και κλάδους γνώσεων, και συνομιλούν κυρίως μεταξύ τους σε ακαδημαϊκά συνέδρια. Οι επιταγές της επαγγελματικής απασχόλησης και της προαγωγής στον πανεπιστημιακό χώρο δεν ευνοούν την ανεξαρτησία της σκέψης και την ελεύθερη πνευματική δημιουργικότητα. Ακόμη και η αριστερή και ριζοσπαστική διανόηση κινδυνεύει να χάσει την κριτική της διάθεση, ή και τον λόγο ύπαρξής της, όταν ενσωματώνεται στους ακαδημαϊκούς θεσμούς και υιοθετεί πλήρως την «επιστημονική» λογική τους, παραμερίζοντας την ηθική αντίσταση και διαμαρτυρία. Το βιβλίο του Τζάκομπυ είναι ένα μαχητικό κάλεσμα στους διανοούμενους να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να διεκδικήσουν πάλι έναν ουσιαστικό ρόλο στη δημόσια ζωή».
(Θανάσης Γιαλκέτσης, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 494, 14 Μαρτίου 2008)
«Οι δημόσιοι διανοούμενοι, που έγραφαν για πολιτικά, πολιτιστικά κτλ. ζητήματα σε γλώσσα απλή και κατανοητή στο πλατύ κοινό, τείνουν τώρα να εκλείψουν, και βλέπουμε στη θέση τους τους ακαδημαϊκούς με δυσνόητη γλώσσα, που απευθύνονται πια στον εαυτό τους και στον στενό κύκλο που τους περιβάλλει. Πρόκειται για μια κλειστή κάστα που, μέσω των βιβλιογραφικών αναφορών του ενός στους υπόλοιπους του κύκλου, αποκτούν «αξία» ως υποτιθέμενες αυθεντίες του κλάδου.
Ο Τζάκομπυ εξετάζει πώς επηρεάστηκε ο ρόλος του διανοούμενου από την ακρίβεια (π.χ. άνοδος των ενοικίων σε περιοχές που άκμαζε ο μποεμισμός), από την ανάπτυξη των προαστίων (με το βάρος που της έδωσε η κυβέρνηση) που απονέκρωσε τα κέντρα των πόλεων απ’ τα πιο ζωντανά τους στοιχεία. […] Πώς η άρχουσα τάξη στις Η.Π.Α. ενσωμάτωσε τους μέχρι τότε ανεξάρτητους διανούμενους, προσφέροντάς τους θέσεις στα πανεπιστήμια. […] Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, το πανεπιστήμιο δεν άλλαξε και τόσο, αυτοί που άλλαξαν ήταν εκείνοι που υποτίθεται πως θα το άλλαζαν.
Το βιβλίο, κατά την άποψή μας, έχει ένα βασικό έλλειμμα. [...] Αντιμετωπίζει τους διανοούμενους, και μάλιστα τους αριστερούς, και την έκλειψή τους, ανεξάρτητα από την πορεία του [επαναστατικού-εργατικού] κινήματος στις Η.Π.Α. Δεν είναι τυχαίο πως η φθίνουσα πορεία και η μετατροπή των διανοουμένων σε ακαδημαϊκούς ήταν αντίστοιχη της φθίνουσας πορείας του λαϊκού και εργατικού κινήματος».
(Χρήστος Μάης, Προλεταριακή Σημαία, 19.4.2008)
Διανοούμενοι και ακαδημαϊκότητα είναι οι δυο κεντρικές έννοιες που επεξεγράζεται ο Τζάκομπυ με φόντο την Αμερική του 20ού αι. … Ο δημόσιος διανοούμενος, που παρεμβαίνει ενεργά στις δημόσιες υποθέσεις και συμμετέχει ουσιαστικά στα γενικότερα προβλήματα της κοινωνίας του [με παραδείγματα τον Έντμουντ Ουίλσον, τον Ράιτ-Μιλς και τον Λιούις Μάμφορντ], τείνει σταδιακά να εκλείψει από την αμερικανική σκηνή ήδη από τη δεκαετία του 1960, καθώς απορροφάται από το ακαδημαϊκό κατεστημένο, υιοθετώντας μιαν "υπηρεσιακή", επίσημη και δύσκαμπτη γλώσσα, μια πιο "κουμπωμένη", συγκλίνουσα συμπεριφορά, που τον οδηγεί στη διατύπωση δυσπρόσιτων σκέψεων και θολών εννοιών, στην εκφορά δηλαδή ενός λόγου τεχνητού, τον οποίο μοιράζεται μόνο με συναδέλφους του στα συνέδρια και στις ειδικές ημερίδες του κλάδου τους. Οι νέοι διανοούμενοι διδάσκουν και γράφουν ο ένας για τον άλλο σε ειδικευμένες επιστημονικές επιθεωρήσεις, χρησιμοποιούν συστηματικά το ακαδημαϊκό γλωσσικό ιδίωμα και υπακούουν στο σύστημα των αναπόδραστων "εσωτερικών" παραπομπών. … Ο Τζάκομπυ απευθύνει μια ευαίσθητη πρό(σ)κληση προς τους διανοουμένους να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να διεκδικήσουν εκ νέου τον ουσιαστικό ρόλο τους στη δημόσια ζωή, διεκδίκηση που σήμερα φαντάζει πιο ζωτική από ποτέ. … Το βιβλίο του Τζάκομπυ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους έλληνες πανεπιστημιακούς και μπορεί να εμπλουτίσει ουσιαστικά τη συζήτηση περί δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Γιώργος Πεφάνης, Βιβλιοθήκη της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 519, 12.9.2008
|
|
|
|
1
| - |
2
| - |
3
| - |
4
| - |
5
| - |
6
| - |
7
| - |
8
| - |
9
| - |
10
|
|
επιστροφή
στις εκδόσεις μας ...
|
|